Είναι Φεβρουάριος του 1956 και οι εθνικές εκλογές διεξάγονται, όχι απλά με πλειοψηφικό σύστημα, αλλά με έναν συνδυασμό, ανάλογα με τον αριθμό των εδρών κάθε εκλογικής περιφέρειας, σύστημα που σύσσωμη η τότε αντιπολίτευση χαρακτηρίζει ως «τριφασικό».
«Παλλόμενος από ενθουσιασμόν ο λαός της υπαίθρου υποδέχεται τους υποψηφίους της Δημοκρατικής Ενώσεως» γράφει, λίγες ημέρες πριν από αυτές τις εθνικές εκλογές, η τοπική εφημερίδα της Χίου «Δημοκράτης». Ανάμεσά τους είναι και ο κορυφαίος λογοτέχνης μας Γιώργος Θεοτοκάς, γνήσιος εκπρόσωπος της περίφημα δημιουργικής «Γενιάς του 30», υποψήφιος στη Χίο, τον τόπο καταγωγής του ιδίου και την οικογένειάς του.
Ο Θεοτοκάς θέτει πρώτη φορά υποψηφιότητα ως βουλευτής και όπως αποδεικνύεται είναι και η τελευταία που διεκδικεί μια θέση στο Κοινοβούλιο.
Ο ίδιος, Βενιζελικός από πεποίθηση βασικά, αλλά και από οικογενειακή παράδοση, με βαθύ πολιτικό κριτήριο, αρθρογραφεί, ειδικά μετά την μη εκλογή του, αλλά και την αδυναμία των αστικών δημοκρατικών κομμάτων, με τα οποία συντάχθηκε, να συντονιστούν.
Επτά ετερογενή κόμματα συνασπίζονται τότε προκειμένου να διεκδικήσουν την εξουσία από τη νεοσύστατη ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, συγκροτώντας την λεγόμενη «Δημοκρατική Ένωσις». Είναι η πρώτη φορά που συνομιλούν και συμπράττουν, τρόπο τινά, με την ΕΔΑ, την οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή όλα τα αστικά κόμματα, ακόμη και κυρίως τα κεντρώα, κατηγορούν ότι διοικούν και ελέγχουν οι κομμουνιστές, οι οποίοι με τη λήξη του Εμφυλίου τίθενται εκτός νόμου.
Γεώργιος Θεοτοκάς και το δημοκρατικό Κέντρο
Ο ίδιος αηδιασμένος από τη διχαστική πόλωση που καλλιεργείται, ιδίως από τη μετεμφυλιακή Δεξιά, χωρίς τα κεντρώα κόμματα να διαφοροποιούνται σημαντικά, κατηγορεί δημοσίως για την ψήφιση του, ο «ανήθικος», «τριφασικός» εκλογικός νόμος. Νωρίτερα ο «Ελληνικός Συναγερμός» του στρατάρχη Αλέξανδρου Παπάγου, «κόντεψε να βουλιάξη την Ελλάδα», όπως σημειώνει με τρόπο απαξιωτικό στον «Δημοκράτη» ο Θεοτοκάς.
Μετά τις εκλογές το Κέντρο δεν καταφέρνει να παραμείνει ενωμένο –αλίμονο, θα προσέθετε με πικρία ο Θεοτοκάς-, που βλέπει κάθε τόσο την ιδιοτέλεια να υπονομεύει τη δημοκρατική και προοδευτική παράταξη, «τη μόνη ελπίδα για την ευημερία της ελληνικής κοινωνίας», κατά τον ίδιο.
Ο Θεοτοκάς, τέσσερις μήνες αργότερα και έχοντας πλέον ίδια εμπειρία, παρεμβαίνει με ένα βαρυσήμαντο κείμενό του στη «Νέα Εστία», όπου υποστηρίζει, με οξυδέρκεια που διεκδικεί τη διαχρονικότητα, ότι η πολιτική στην Ελλάδα «είναι ένα σύμπλεγμα από ατομικά πάθη και συλλογικές ιδεοληψίες· είναι σύγκρουση κοινωνικών ρευμάτων, παραδόσεων, συμφερόντων μικρών ή μεγάλων· είναι επαγγελματική σταδιοδρομία, συναλλαγή θεμιτή και αθέμιτη, μανιάτικος γδικιωμός, τραγωδία, κωμωδία και γενικά ψυχαγωγία».
Ο λογοτέχνης και κριτικός της «γενιάς του ’30» Γιώργος Θεοτοκάς αναδεικνύεται ως ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς στοχαστές της χώρας κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, ίσως ο κορυφαίος και αναμφιβόλως ο πλέον παρεμβατικός φιλελεύθερος διανοούμενος της Ελλάδος.
Ουδέποτε, είτε πριν είτε μετά την προαναφερθείσα απόπειρα, επιθυμεί να εμπλακεί πιο ενεργά στην εγχώρια πολιτική σκηνή, μολονότι είναι ο βασικός παραγωγός δημιουργικής σκέψης στον χώρο του «Δημοκρατικού Κέντρου», ο πνευματικός ταγός δίπλα στον πολιτικό Γεώργιο Παπανδρέου.
Ωστόσο από την εποχή του Μεσοπολέμου ως τον θάνατό του, τον Οκτώβριο του 1966 –η περίοδος πριν και μετά την κρίση των Ιουλιανών του 1965 καθίσταται η πλέον «πολιτικοποιημένη», προειδοποιεί μέσω της αθηναϊκής εφημερίδας «Το Βήμα» για εκτροπή και δικτατορία -, το όνομα του Θεοτοκά μεσουρανεί επιβλητικά στον δημόσιο διάλογο.
Οι ιδέες και οι παρεμβάσεις του στοχεύουν απαρέγκλιτα στην ατομική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, στον ιδανικό συγκερασμό τους για την ακρίβεια, βρίσκονται πάντοτε στην αιχμή των μεγάλων ζητημάτων του τόπου και του νεότερου Ελληνισμού. Αν κάτι τον χαρακτηρίζει εν γένει είναι το συνθετικό βλέμμα του, φύσει αισιόδοξο και μονίμως στραμμένο προς το μέλλον.
Παρά το γεγονός ότι ο βίος και το πολύτιμο συγγραφικό έργο του Θεοτοκά έχουν ερευνηθεί ποικιλοτρόπως, το κοινωνικοπολιτικό σύστημα των αντιλήψεων και των αξιών που εκφράζει, δεν έτυχε καθαυτό της ανάλογης προσοχής. Το κενό εις ό,τι αφορά μια πιο συστηματική χαρτογράφηση της πνευματικής πορείας του έρχεται να καλύψει το βιβλίο του επίκουρου καθηγητή του ΕΚΠΑ δρα Λυκούργου Κουρκουβέλα.
Πρόκειται για τον τρίτο κατά σειράν τόμο στη σειρά «Βιογραφίες πολιτικών» του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία. Τούτη η πολιτική βιογραφία του Γιώργου Θεοτοκά τοποθετεί την κοινωνικοπολιτική σκέψη του φιλελεύθερου διανοητή στο ιστορικό πλαίσιο που αυτή αρθρώθηκε. Ο Κουρκουβέλας βασίζεται σε ήδη γνωστές πρωτογενείς πηγές, την αρθρογραφία, τα δοκίμια, τις επιστολές και το ημερολόγιό του.
Το βιβλίο συνιστά περισσότερο μια εισαγωγή για τον αναγνώστη που είτε θέλει να γνωρίσει είτε να διερευνήσει περαιτέρω τον «πολιτικό Θεοτοκά» που κατέλειπε πολλές πειστικές απαντήσεις τόσο για το αίτημα της εθνικής αυτοπεποίθησης όσο και για την ελληνική κακοδαιμονία.
Το «Ελεύθερο Πνεύμα», πνεύμα Θεοτοκά
Γεννημένος ως γνωστόν στην Κωνσταντινούπολη, έρχεται στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του με τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ως φοιτητής συμμετέχει με ζήλο στο κίνημα του δημοτικισμού, ενώ ζει αργότερα, ως γνήσιος κοσμοπολίτης, στο Παρίσι και στο Λονδίνο.
Από πολύ νωρίς «αναγκάστηκα, χωρίς να το θέλω, να αποκηρύξω με τις στατιστικές και τα νούμερα στο χέρι μία-μία όλες τις αρχές του μαρξισμού», επισημαίνει στο «Ελεύθερο Πνεύμα» που κυκλοφορεί το 1929.
Το έργο του αυτό δημοσιεύεται όταν ο ίδιος είναι σε ηλικία μόλις 24 ετών, είναι δε ενδεικτικό του πολύπλευρου ριζοσπαστισμού του, ενώ καθίσταται σε μανιφέστο μιας ολόκληρης γενιάς, σηματοδοτώντας έτσι τη ρήξη με τον παλαιό κόσμο.
Τον βασανίζει ιδιαιτέρως η πνευματική ένδεια του νεότερου Ελληνισμού και του πολιτισμού του σε σχέση με το αντίστοιχο πλεόνασμα που παρουσιάζει η ευρωπαϊκή Δύση και, μολονότι αναγνωρίζει μια διαφορά ιστορικής φάσης, αποδύεται σε μια προσπάθεια «επανευθυγράμμισής» του με την πρόοδο μέσω ενός ιδιότυπου «ιστορισμού». Ο Θεοτοκάς θεωρεί ότι «το έργο τέχνης, ξεχείλισμα εσωτερικής ζωής, είναι το πιο ατομικιστικό φαινόμενο». Εκεί, στο «δαιμόνιο» της τέχνης, εντοπίζεται η ρίζα και της ατομοκεντρικής σύλληψης του φιλελευθερισμού του.
Με το «Εμπρός στο κοινωνικό πρόβλημα» του 1932, καταθέτει τα δικά του ιδεολογικά διαπιστευτήρια, τη δική του πολιτικοκοινωνική θεωρία.
Ο καπιταλισμός που έχει πληγεί σημαντικά από την κρίση του 1929, γεγονός που αναδεικνύει τον κομμουνισμό ως εναλλακτική, χωρίς όμως να επιδέχεται την επανάσταση αλλά τη «ριζοσπαστική μεταρρύθμιση». Το μεγάλο διακύβευμα για τον Θεοτοκά, ο οποίος προχωρεί και σε σκληρή κριτική της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας εκείνη την εποχή, είναι η αναζήτηση τρόπων εγκατάλειψης του καπιταλισμού, τον οποίο ήδη θεωρεί ξεπερασμένο, χωρίς όμως να απολεσθεί η παράδοση του δυτικού πολιτισμού.
Ο Θεοτοκάς, μαχητικός εκφραστής της αστικής διανόησης στη δεκαετία του 1930, είναι σφοδρός πολέμιος του κομμουνισμού, ο οποίος έχει ερείσματα στην ελληνική κοινωνία και τον οποίο αποκηρύττει για τον άκαμπτο δογματισμό του και την απαξίωση της ατομικής ελευθερίας και ευθύνης, η δομική διαφωνία του έχει έναν οντολογικό χαρακτήρα. Η εγκαθίδρυση όμως της μεταξικής δικτατορίας το 1936 τον αναγκάζει να ρίξει τους τόνους. Επιπλέον ο Θεοτοκάς τραβά ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα στον κομμουνισμό και στον σοσιαλισμό. Ο σοσιαλισμός αποτελεί συνέχεια «των ιδεολογικών αναζητήσεων του δυτικού κόσμου, με φιλελεύθερο πνεύμα και με ηθικές τάσεις», έχει τα θεμέλιά του στον πολιτικό στοχασμό του 18ου αιώνα, δηλαδή στη Γαλλική Επανάσταση και στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη.
«Κοινωνική Δημοκρατία» σε φιλελεύθερες και σοσιαλιστικές βάσεις
Ο καπιταλισμός πρέπει να αντικατασταθεί, γράφει ο Θεοτοκάς, από ένα σύστημα «κοινωνικής Δημοκρατίας» που θα εξισορροπεί τα πράγματα με την «οικονομική αλληλεγγύη των τάξεων μες σε κάθε έθνος και των εθνών απάνω από τα σύνορα». Ο σοσιαλισμός που οραματίζεται δεν είναι ασύμβατος με τον φιλελευθερισμό, οι έννοιες αυτές δεν είναι αντιφατικές μεταξύ τους αλλά αλληλοσυμπληρούμενες. Ο δικός του σοσιαλισμός έχει πολλά κοινά στοιχεία με το «πείραμα» του δημοκρατικού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ στις ΗΠΑ αλλά και με τη μορφή που λαμβάνει τελικώς η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σιχαίνεται την «εθνικοφροσύνη» αλλά και την απαξίωση του έθνους. Έθνος για τον ίδιο σημαίνει «άνοιγμα» στη διεθνή ζωή μέσω μιας πνευματικής εξελικτικής διαδικασίας, επειδή η ίδια η ελληνική παράδοση, δηλαδή η κλασική παιδεία, το φιλελεύθερο δημοκρατικό πνεύμα του 1821 και η Ορθοδοξία είναι οικουμενική στη βάση της.
Στο φλέγον ζήτημα της «ελληνικότητας» προτάσσει την «ισορροπία ανάμεσα στον εθνισμό και τον διεθνισμό». Στην Κατοχή αναλαμβάνει τον ρόλο του εμψυχωτή. Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, τον οποίο αποκαλεί «υπαρξιακή απειλή» για τον τόπο που «τραυματίζει σοβαρά την εθνική μας ψυχοσύνθεση», αρνούμενος να επιλέξει μεταξύ των «ακραίων δυνάμεων» που συγκρούονται στη διάρκειά του, αλλά δυστυχώς και μετά απ’ αυτόν, μετέρχεται τον λόγο της μεσότητας και της μετριοπάθειας. Καταλαβαίνει εγκαίρως τις καθοριστικές διεθνείς διαστάσεις του και τα νέα αιτήματα χειραφέτησης της κοινωνίας που φωλιάζουν στους κόλπους στο ΕΑΜ.
«Ανήκομεν εις την Δύσιν»
Εις ό,τι αφορά όμως τη διεθνή θέση της Ελλάδος ο Θεοτοκάς υποστηρίζει πάντοτε και απαρέγκλιτα υπέρ της Δύσης και πιστεύει ότι η Ευρώπη, λόγω της ιστορικής αναγκαιότητας, θα οδεύει προς τη σύνθεση και την ενότητα, από πολύ νωρίς δε προτάσσει μάλιστα την ιδέα της «ομοσπονδοποίησής» της.
Την περίοδο 1958-1961, ως και την επίτευξη της Σύνδεσης με την ΕΟΚ δηλαδή, συμπορεύεται, για πρώτη και μοναδική φορά, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Ο θάνατος της αγαπημένης συζύγου του Ναυσικάς το 1959 τον στρέφει προς την Ορθοδοξία, αφού βλέπει ευρύτερα τον χριστιανισμό, ως απάντηση στον δυτικό μηδενισμό, την οποία προσεγγίζει μέσω της παράδοσης, ως πολιτισμική ποιότητα και όχι ως δόγμα. Άλλωστε, με τα λόγια του Θεοτοκά, παραμένει ζητούμενο η «ιστορική προσαρμογή» της Ελλαδικής Εκκλησίας που χαρακτηρίζεται από μια «αυτιστική εσωστρέφεια».
Πηγές:
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο.