Υπάρχουν άνθρωποι, που μέσα από τον μόχθο, την πίστη και την αξιοπρέπειά τους, αφήνουν πίσω τους μια σπουδαία παρακαταθήκη ζωής. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας μου, Νικόλαος Α. Παληός.
Έζησε μια ζωή γεμάτη αγώνα, δημιουργία και ήθος. Με τα χέρια του και κυρίως με την καρδιά του, έχτισε έναν κόσμο, που ακτινοβολούσε αγάπη, εντιμότητα και δύναμη ψυχής. Δε λύγισε μπροστά στις δυσκολίες, δε ζήτησε ποτέ περισσότερα από όσα του άξιζαν και έμεινε μέχρι τέλους περήφανος, όρθιος, ακέραιος. Η παρουσία του ήταν ένα μάθημα ζωής. Κι η απουσία του ένα βαρύ αλλά πολύτιμο αποτύπωμα μνήμης.
Ορφάνεψε πολύ μικρός, μόλις εννιά χρονών, από μητέρα και πατέρα. Ο μεγάλος του αδελφός, ο Δημήτρης, ήταν τότε μόλις έντεκα. Μαζί με την αδελφή τους, την Ευτυχία, και τον μικρότερο αδελφό, τον Γιαννάκη, πορεύτηκαν στη ζωή με μοναδικό στήριγμα ο ένας τον άλλο. Δυστυχώς ο μικρός Γιαννάκης έφυγε λίγα χρόνια αργότερα, μόλις έντεκα χρονών, από την πείνα μέσα στην Κατοχή. Τότε πήρε μόνος του τον δρόμο της προσφυγιάς. Όπως έλεγε, ήταν μονόδρομος αλλιώς θα πέθαινε κι εκείνος από την πείνα. Ο Δημήτρης έμεινε πίσω να φροντίσει την Ευτυχία και τον Γιάννη. Μόνο η θεία τους, η Κατερνώ, στάθηκε δίπλα τους, όπως μπορούσε. Το σχολείο δεν πρόλαβε να το τελειώσει, έφτασε μέχρι την Πέμπτη τάξη.
Πέρασε από το Μερσινίδι στην Τουρκία και κατόπιν στη Μέση Ανατολή αφήνοντας πίσω του μια πατρίδα πληγωμένη και μια οικογένεια, που αγωνιζόταν να επιβιώσει. Έλειψε πέντε ολόκληρα χρόνια, χρόνια σιωπής, αγωνίας και προσμονής. Στην Αλεξάνδρεια βρήκε καταφύγιο, σκοπό και τιμή, όπως έλεγε. Κατατάχτηκε στο Πολεμικό Ναυτικό και υπηρέτησε με υπερηφάνεια στο θρυλικό θωρηκτό «Αβέρωφ», σύμβολο δύναμης και ελευθερίας για τους Έλληνες. Εκεί, μέσα στις αλμυρές ανάσες της θάλασσας και τον πειθαρχημένο ρυθμό του στόλου, έμαθε την τέχνη της θάλασσας και την τέχνη του ναυτικού. Ξεχώρισε για την τόλμη και την αφοσίωσή του, για την υπευθυνότητα με την οποία τίμησε τη στολή, που φόρεσε και την πατρίδα, που υπηρέτησε. Με σταθερά βήματα και συνεχή προσπάθεια, έφτασε στον βαθμό του επικελευστή, βαθμό τιμημένο και επάξια κερδισμένο, πριν αποστρατευτεί με το κεφάλι ψηλά και την καρδιά γεμάτη υπερηφάνεια. Για εκείνον η θάλασσα δεν ήταν μονάχα επάγγελμα, δεν ήταν απλώς μια πηγή βιοπορισμού ή μια στολή, που φορέθηκε από καθήκον. Ήταν δρόμος, ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος. Ήταν όμως και λύτρωση και ελευθερία. Μέσα στα κύματα βρήκε τον προορισμό του και στη σιωπή της απεραντοσύνης τη βαθύτερη γνώση του εαυτού του.
Γυρίζοντας πίσω κουβαλώντας μέσα του τη θάλασσα και τα σημάδια του πολέμου, ένωσε τις δυνάμεις του με τον αδελφό του. Μαζί αγόρασαν ένα μικρό, λιτό, σεμνό βαρκάκι, γεμάτο όνειρα. Ακολούθησαν τα βήματα του πατέρα τους και έγιναν ψαράδες, όχι μόνο από ανάγκη αλλά και από μεράκι. Σιγά σιγά με μόχθο, ιδρώτα και θάρρος απέκτησαν άλλες τρεις βάρκες. Κάθε φορά μεγαλύτερη. Και κάποια στιγμή με τη δύναμη της επιμονής τους έφτιαξαν το δικό τους καΐκι, τη δική τους τράτα, την ξακουστή εκείνη την εποχή «Ελεούσα» έντεκα μέτρα περηφάνιας, που έπλεε αδιάκοπα στη θάλασσα της Χίου. Και το όνομά τους «Κλεράκια» (Παρατσούκλι του πατέρα του) ακούστηκε όχι με φωνές αλλά με πράξεις. Έχουμε ψάρια των «Κλερακιών» έλεγαν στα μανάβικα. Κι αυτό ήταν αρκετό. Ήταν το σημάδι της ποιότητας, της συνέπειας, της τιμιότητας.
Ο πατέρας μου στάθηκε πάντα στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων. Βοηθούσε όσο μπορούσε αθόρυβα, διακριτικά χωρίς ποτέ να ζητά αναγνώριση. Ακόμα κι όταν ο ίδιος αντιμετώπιζε δυσκολίες, έβρισκε τρόπο να προσφέρει. Ήξερε τι σημαίνει ανάγκη και γι’ αυτό πονούσε με τον πόνο του άλλου. Μέσα του έκαιγε ζωντανή η φλόγα της πίστης. Η Ορθοδοξία δεν ήταν για εκείνον απλώς μια θρησκεία. ήταν τρόπος ζωής. Βαθιά, ουσιαστική, ειλικρινής. Πίστη, που τον στήριζε, τον καθοδηγούσε και τον παρηγορούσε σε κάθε δοκιμασία μέχρι την τελευταία πνοή του. Τα δύο αδέλφια, τα «Κλεράκια», όπως τους φώναζαν με αγάπη και σεβασμό, δεν άργησαν να ακολουθήσουν το ναυτικό επάγγελμα. Έγιναν ανθυποπλοίαρχοι στα ποντοπόρα πλοία. Η καρδιά του πατέρα όμως δεν έφυγε ποτέ από τη Χίο, από τη μυρωδιά των διχτυών και των παραγαδιών. Η ψυχή του ανήκε αλλού στη θάλασσα του μόχθου και της σιωπής. Ήταν και παρέμεινε Ψαράς.
Παντρεύτηκε από έρωτα τη γειτόνισσά του, τη Χριστίνα, μια αγάπη απλή, αληθινή, ριζωμένη στη ζωή. Μαζί εξήντα εφτά χρόνια πορεύτηκαν με αγάπη και αλληλοστήριξη και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ήταν πολύ περήφανος για την οικογένειά του. Ήταν η χαρά του, η δύναμή του, η παρηγοριά του σε κάθε δυσκολία. Πάλεψε σκληρά, για να τους μεγαλώσει με αξιοπρέπεια, τιμιότητα και αρχές. Κι όλα τα κατάφερε μέχρι, που ήρθε το μεγάλο χτύπημα της μοίρας, η πρόωρη απώλεια του αγαπημένου του γιου, του Αντώνη. Εκεί λύγισε, μα δεν έσπασε. Κράτησε μέσα του τη θλίψη σιωπηλή, όπως έκανε πάντα, και συνέχισε για τους υπόλοιπους, για εκείνους, που τον χρειάζονταν.
Ως πατέρας στάθηκε δίπλα μας με στοργή αλλά και αυστηρότητα. Δεν ήταν άνθρωπος των πολλών λόγων, ήταν άνθρωπος της πράξης. Μας έμαθε να μην το βάζουμε κάτω, να σεβόμαστε τους ανθρώπους, να κοιτάμε τον άλλον στα μάτια. Και κυρίως μας έμαθε πως η τιμή και η αξιοπρέπεια δε διαπραγματεύεται. Ως παππούς γλύκανε ακόμη περισσότερο. Κρατούσε τα εγγόνια του σαν θησαυρό και μέσα από τα μάτια τους ξαναζούσε τη ζωή από την αρχή πιο τρυφερά, πιο ήσυχα, πιο γεμάτα. Δε μιλούσε πολύ, αλλά η παρουσία του έλεγε, όσα δε χρειάζονταν λέξεις, στήριγμα, ρίζα, αγάπη.
Έζησε απλά, τίμια και γενναία. Δε ζήτησε ποτέ τίποτα για εκείνον μόνο να είμαστε εμείς καλά. Μας έμαθε να αγαπάμε τη ζωή, τον μόχθο, την οικογένεια, τη γνώση, τον άνθρωπο, την πατρίδα. Και όλα αυτά όχι με λόγια αλλά με το παράδειγμά του. Πατέρα μου κι εμείς ήμασταν πολύ περήφανοι για σένα. Από μικρά παιδιά μας πήρες κοντά σου στη δουλειά να μάθουμε, να ιδρώσουμε, να καταλάβουμε τι σημαίνει κόπος. Μα, τα βράδια μετά τη θάλασσα και τα δίχτυα, μας διάβαζες. Μας αγόραζες βιβλία, μας μιλούσες για την αξία της μόρφωσης, για τα γράμματα, που ανοίγουν δρόμους. Είχες χάρισμα στη φωνή, στο τραγούδι, στην αφήγηση, στην απαγγελία κι εμείς σε ακούγαμε σαν παραμύθι.
Κι όταν με τον Αντώνη μάθαμε να διαβάζουμε, αλλά βαριόμασταν, μας κοίταζες με σοβαρότητα και μας έλεγες «Διαλέχτε, ή ψαράδες ή γράμματα». Και πέτυχες πατέρα. Διαλέξαμε τη γνώση, όχι γιατί μας την επέβαλες, αλλά γιατί μας τη φώτισες. Μας την έκανες πολύτιμη σαν κάτι ιερό. Μας έμαθες πως το βιβλίο δεν είναι πολυτέλεια, αλλά φως, για να μη χαθούμε στη ζωή. Μας έδωσες το δώρο της επιλογής με λίγα λόγια, με βλέμμα αυστηρό αλλά δίκαιο. Ή ψαράδες ή γράμματα. Και χωρίς φωνές, χωρίς πίεση, μας οδήγησες στο μονοπάτι της σκέψης, της καλλιέργειας, της προκοπής. Γιατί ήξερες να κάνεις πολύτιμο το απλό. Έκανες ιερό το καθημερινό. Και μέσα απ’ την απλότητα, μας χάρισες έναν ολόκληρο κόσμο.
Κατάφερες να δημιουργήσεις μια υπέροχη, δεμένη οικογένεια, τέσσερα παιδιά, έξι εγγόνια και πρόλαβες με χαμόγελο και περηφάνια να αγκαλιάσεις και έξι δισέγγονα. Είμαστε όλοι μας περήφανοι για σένα πατέρα μας. Ήσουν και θα είσαι για πάντα ο ήρωάς μας. Ο άνθρωπος, που με την αγάπη, την πράξη και την πίστη, μας έδειξες τον δρόμο.
Η αγάπη μας για σένα θα μείνει άσβηστη. Θα ζεις για πάντα μέσα μας στη μνήμη, στις πράξεις μας και στις αξίες που μας χάρισες. Καλό σου ταξίδι στην αιωνιότητα. Καλό σου ταξίδι αγαπημένε μας Πατέρα.
Γιάννης Ν. Παληός
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.