29.12.2020 17:12

Η Λιλή Αλιβιζάτου-Θεοτοκά αφηγείται...

Νεανική συντροφιά των αδελφών Θεοτοκά στην παραλία Μαύρα βόλια της Χίου

Αναμνήσεις και στιγμιότυπα από το βίο του αδελφού της, του συγγραφέα της «Αργώς»

«Ο Γιώργος δεν ήταν μόνον ο μεγάλος αδελφός που, όταν ήμουν μικρή, με προστάτευε από τις κακοτοπιές. Ήταν και o πνευματικός ταγός μου. Χάρη σε αυτόν – παρότι «κατ’ οίκον διδαχθείσα» – γεύθηκα από πολύ νέα τους θησαυρούς της κλασικής παιδείας, ελληνικής και ευρωπαϊκής. Αυτός μου πρωτοδιάβασε Καβάφη και Κιτς, μέσω εκείνου γνώρισα από κοντά τους σημαντικότερους συγγραφείς της γενιάς του ’30. Από τότε που πέθανε ο αδελφός μου (1905-1966), κρατώ το αρχείο του στο σπίτι μου, στην οδό Σκουφά, ανοιχτό για τους νέους ερευνητές που ενδιαφέρονται να το μελετήσουν. Αναμνήσεις; Πολλές. Πρώτα απ’ όλα από τα παιδικά χρόνια, όταν ζούσαμε στην Πόλη».

Πρόκειται για την εισαγωγή μιας απολαυστικής και συμπυκνωμένης αναφοράς της Λιλής Αλιβιζάτου-Θεοτοκά στον λογοτέχνη αδελφό της Γιώργο, αλλά και την μεταξύ τους στενή σχέση. Με τίτλο «Από τα Πριγκιπόννησα στη Μύκονο με τον Θεοτοκά», η μαρτυρία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 14 Αυγούστου 2015 και αναφέρεται στα ανέμελα χρόνια της πρώτης νιότης τους στην κοσμοπολίτικη Κωνσταντινούπολη, στην εγκατάσταση της οικογένειας στην Αθήνα μετά το 1922, τις σπουδές στο Παρίσι, την ίδρυση του περίφημου δικηγορικού γραφείου Θεοτοκά, το οποίο λειτουργεί έως σήμερα, ως ένα από τα μεγαλύτερα και αξιόπιστα της χώρας.

Διακοπές στα Πριγκιπόννησα

«Στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου (1914-1918), πηγαίναμε οικογενειακώς για διακοπές στα Πριγκιπόννησα. Η διαδρομή με το καραβάκι βάσταγε δυο ώρες: Πρώτη, Αντιγόνη, Χάλκη, Πρίγκιπος. Ο πατέρας πήγαινε κάθε πρωί στο γραφείο και γύριζε αργά το απόγευμα. Η μητέρα, ο Γιώργος κι εγώ τον υποδεχόμασταν συνήθως στην αποβάθρα….

…Σ’ ένα από τα «παιδικά» διηγήματά του ο Γιώργος περιγράφει τα τρελά παιχνίδια της παρέας του ανάμεσα στους τάφους: «Ξέραμε απ’ έξω την τοποθεσία όλων σχεδόν των τάφων και τους νεκρούς τους λέγαμε με τα μικρά τους ονόματα. Σε κείνην τη γωνιά καθότανε η Μελπομένη, δίπλα της η Ευγενία, παρακάτω ήταν ο Αναστάσιος, στην αντικρινή γωνιά ο Γεράσιμος. Ξέραμε απάνω-κάτω και την ηλικία του καθενός. […]. Πηδούσαμε απάνω από τα μνήματα, σκαρφαλώναμε στους τοίχους και στους κορμούς των κυπαρισσιών, κυλιόμασταν στα χορτάρια, αναστατώναμε τον κόσμο των νεκρών με τα τρεξίματα, τις φωνές μας, τα γέλια μας και καμιά φορά τα κλάματά μας, όταν γινότανε καβγάς» (Ο κήπος με τα κυπαρίσσια, 1937)….

… θυμάμαι – θα ήταν το 1917 – τον Γιώργο στη Χάλκη, να πηδά από τα κεραμίδια της εκκλησιάς της μικρής μονής του Αρσενίου, να με αρπάζει από το χέρι και να με τραβολογά στο δάσος, για να μην τον μαρτυρήσω στον πατέρα Κωνστάντιο, που τον είχε αντιληφθεί. Ο τελευταίος επρόκειτο να εμπνεύσει στον Γιώργο τον Παπασίδερο της Αργώς, τον πιο δυνατό, όπως πίστευε, τύπο του μυθιστορήματος».

Το πρωί δικηγόρος, το βράδυ μποέμ

Μετά ήρθαν ο ξεριζωμός και η εγκατάσταση στην Αθήνα, με τον Γιώργο να σπουδάζει νομικά και εμένα να αρχίζω να καταλαβαίνω τον κόσμο σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον…. Μετά τη Λοζάνη, όπου τον είχε φωνάξει ο Βενιζέλος ως εμπειρογνώμονα της ελληνικής αντιπροσωπείας, ο πατέρας ξανάρχισε τη δικηγορία σε γραφείο που νοίκιασε στην οδό Βαλαωρίτου.

Ο Γιώργος προσαρμόστηκε στην καινούργια ζωή ταχύτερα απ’ όλους. Μπλέχτηκε τότε με τη Φοιτητική Συντροφιά και, επί δικτατορίας Παγκάλου, παρ’ ολίγο να τον διώξουν από το Πανεπιστήμιο. Τελειώνοντας τη Νομική, έφυγε για το Παρίσι. Στη Γαλλία τον συναντήσαμε το καλοκαίρι του 1928. Τον θυμάμαι να χοροπηδά στο κρεβάτι του ξενοδοχείου σαν παιδί, όταν έφτασε η είδηση ότι ο Βενιζέλος κέρδισε τις εκλογές.

Αφού πέρασε τον επόμενο χειμώνα στο Λονδίνο, γύρισε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1929. Το πρωί βοηθούσε τον πατέρα στο γραφείο και το βράδυ ασχολούνταν με τα δικά του. Τον Νοέμβριο του 1929 εξέδωσε το Ελεύθερο πνεύμα -που θεωρήθηκε το μανιφέστο της γενιάς του ’30 – με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής. Ήταν μόλις 24 χρόνων. Όπως έγραφε σ’ έναν παλιό του φίλο, το πρωί θα ήταν ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας άψογα ντυμένος σοβαρός επαγγελματίας, και το βράδυ ένας εντελώς διαφορετικός τύπος, ένας συγγραφέας-μποέμ, ο οποίος θα διήγε «έκλυτο βίο».

Φύση, φινέτσα στο Αιγαίο, Χίος

Τα νησιά του Αιγαίου από πολύ νωρίς, πολύ προτού καθιερωθούν ως τα κατ’ εξοχήν σύμβολα της ελληνικότητας, συμπύκνωναν για τον Γιώργο ό,τι πιο όμορφο, πιο υψηλό και πιο φινετσάτο μπορούσαν να δώσουν η φύση και ο πολιτισμός.

Όπως σημείωνε στο Χρονικό μιας δεκαετίας, ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε «να προσπαθεί κάποιος να συνειδητοποιήσει ένα πνεύμα γενικότερο που αφορούσε τη θαλασσινή φυσιογνωμία της Ελλάδας».

Με τον Γιώργο ξανακάναμε διακοπές μαζί, το καλοκαίρι του 1939. Βρεθήκαμε για παραπάνω από έναν μήνα στο εξοχικό σπιτάκι μας στον Εμπορειό της Χίου. Εκείνος έγραφε το Λεωνή κι εγώ ζωγράφιζα όλη μέρα. Πήγε τότε στη Βέσσα, την Ελάτα και τα άλλα Νοτιόχωρα με μουλάρι. Να τι σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Ρομαντισμός των ταξιδιών με μουλάρι. Χτες δέκα ώρες στο σαμάρι. Αφήνεις το τοπίο να σε γεμίζει σιγά-σιγά, εντυπώνεται μέσα σου βαθύτερα παρά στα ταξίδια με τα συνηθισμένα μέσα. Χορταίνεις τις ευωδιές του βουνού, τα παιχνίδια του φωτός, τα χρώματα, τη σελήνη, την αστροφεγγιά» 

Επιστολές από τις Κυκλάδες

Στη δεκαετία του 1930 ο Γιώργος ανακάλυψε ειδικά τις Κυκλάδες. Σχεδόν κάθε καλοκαίρι, γύρω στα τέλη Ιουλίου, ξεκινούσε πότε για την Τήνο, τη Μύκονο και τη Σαντορίνη, πότε για την Πάρο, τη Νάξο και τη Νιο. Εκεί, περισσότερο σχεδίαζε τα μυθιστορήματά του παρά έγραφε.

Όπως σημείωνε στο Ημερολόγιο της Αργώς, «ο Παύλος Σκινάς, η Ολγα Σκινά, ο Λάμπρος Χρηστίδης, ο Δημητρός Μαθιόπουλος, η θεία Λουκία, ο Παυσανίας Τσακίρογλου γεννήθηκαν στις Κυκλάδες το καλοκαίρι του 1931. Ένα χρόνο αργότερα, πάλι στις Κυκλάδες πήρε σάρκα και οστά ο Παπασίδερος και ταυτόχρονα γεννήθηκαν όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί του πρώτου μέρους […].

Το 1932, μας έγραφε από τη Μύκονο, όπου μόλις είχε εγκατασταθεί σ’ ένα δωμάτιο: «Στη Σύρα έμεινα δυο μέρες. Η πόλις μου άρεσε, όχι όμως κι οι εξοχές της. Σήμερα το πρωί έφθασα εδώ και η κ. Ε.Β. με εγκατέστησε σα να ήμουν ο πρίγκιψ της Oυαλίας. Έχω μια μεγάλη κρεββατοκάμαρα, ένα boudoir, μια βεράντα και μια chambre de débaras […]. Στη Σύρα επίσης έτυχα πριγκιπικών περιποιήσεων, χάρις εις ένα γκαρσόνι από το Μακρίκιοϊ της Πόλης, που με μεταχειρίσθηκε σαν συγγενή του από τη στιγμή που έμαθε πως είμαστε πατριώτες. Κανείς να μην ανησυχεί για την τύχη μου. Περνώ καλά». (18.8.1932).

 

(Πηγές: Ιστοσελίδα δικηγορικού γραφείο Θεοτοκά-Αλεβιζάτου και Εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ)

Ειδήσεις σήμερα

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Ακολουθήστε μας στο Google News. Σχολιάστε στην σελίδα μας στο Facebook.

Ο Πολίτης είσαι εσύ. Γίνε συνδρομητής της εβδομαδιαίας έντυπης έκδοσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ