4.3.2014 7:23

Ποιος φοβάται το νέο «Ποτάμι»

«Το παν στη ζωή είναι να έχεις ορμή. Η δίψα γι’ αυτό που δεν έχεις μπορεί να σε οδηγήσει κόντρα στο ποτάμι και να σε βγάλει απέναντι. Πολλές φορές αναρωτιέμαι εάν μεγάλωνα σε ένα περιβάλλον όπου όλα θα ήταν διαθέσιμα και ο κόσμος θα ξεδιπλωνόταν με το πάτημα ενός κουμπιού, αν θα έμπαινα στον κόπο να τον ανακαλύψω με τον ίδιο τρόπο. Αυτό ακριβώς κάνει η εκπομπή μου στην τηλεόραση - δίνει χώρο σ’ αυτή την ποταμίσια ορμή μέσα από αντίστοιχα παραδείγματα θέλοντας να μάθει τον κόσμο να μη φοβάται να περάσει απέναντι», έλεγε ο Σταύρος Θεοδωράκης πριν από λίγο καιρό σε ομιλία του στο TEDx Academy συνοψίζοντας μέσα σε λίγες αράδες τη φιλοσοφία του.

Το ποτάμι υπήρχε από τότε ως το απόλυτο φαντασιακό στο μυαλό του: αυτό που με την ορμητικότητά του επέβαλλε τις δικές του δυσκολίες, αυτό που τον έκανε να ονειρεύεται την απέναντι όχθη και τους χαμένους ορίζοντες, αυτό που τον παρέσυρε στη δική του ακατάλυτη ορμή. Το ποτάμι ήταν επίσης αυτό που συμβολικά διαχώριζε τις δυτικές συνοικίες όπου μεγάλωσε από τις υπόλοιπες - το νοερό φράγμα που θέλει κάποια παιδιά να βρίσκονται σε προνομιακή βάση και άλλα να μαθαίνουν από νωρίς στη δύσκολη συνθήκη. Αν κάτι έμαθε καλά ο Σταύρος Θεοδωράκης είναι ότι «το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω». Κι αυτό το ποτάμι είναι σε τελική ανάλυση η ίδια του η ζωή.

Ολα αυτά τα μυστικά επεξηγούν την απόφαση του γνωστού πρώην δημοσιογράφου και νυν πολιτικού να ορίσει, για μια ακόμη φορά, το ταξίδι στα ορμητικά νερά με τους δικούς του όρους ξέροντας ότι ο μοναδικός καραβοκύρης είναι ο ίδιος. Η απέναντι όχθη παραμένει δύσκολη και δύσβατη, όπως και όλα όσα έχει περάσει μέχρι τώρα στη ζωή του. Από μικρό άλλωστε ο πατέρας του τον έμαθε ότι πρέπει να ορίζει το παιχνίδι αυτόνομα και με τον δικό του τρόπο αρκεί να είναι ευτυχισμένος με όσα πράττει και διεκδικεί. Από τότε έμαθε να αντλεί κάθε πολύτιμη πληροφορία από τον κόσμο των μεγάλων όντας ακόμη ατίθασος και αλανιάρης, παίρνοντας τα πρώτα του διδάγματα στις δύσβατες ατραπούς του μεροκάματου και της ζωής. Ενόσω ο πατέρας του πουλούσε ένσημα έξω από τα δικαστήρια στην οδό Σταδίου, καθώς μια αναπηρία τού είχε στερήσει την ικανότητα να εργάζεται σε άλλο πόστο, ο μικρός Σταύρος περιφερόταν στον χώρο κάνοντας διάφορα θελήματα αλλά και βοηθώντας τον όπως μπορούσε. Αυτό που έμαθε από τον πατέρα του, λοιπόν, είναι να αγωνίζεται και να δίνει μάχες σε ό,τι διεκδικεί. Ακόμη και όταν εκείνος έφυγε σχετικά νωρίς νικημένος από την επάρατο νόσο, του είχε αφήσει ευχή και κατάρα να αντιμετωπίζει περήφανα τις δυσκολίες του βίου - «μια αγκαλιά και ένα δέντρο αρκούν για να είσαι ευτυχισμένος», του έλεγε. Κι αυτός το υιοθέτησε ως αρχή και δίδαγμα ζωής.

Γι’ αυτό ακόμη και σήμερα πολλά μπορεί κανείς να καταμαρτυρήσει στον Σταύρο Θεοδωράκη -στενές σχέσεις με την εξουσία, φιλοδοξία ακόμη και αλαζονεία-, αλλά όχι υποκρισία ή έλλειψη ρεαλισμού.

 

Περηφάνια του, η λαϊκή του καταγωγή

Ποτέ δεν έκρυψε -όσο κι αν κάποιοι τον λοιδόρησαν- ότι κατάγεται από την Αγία Βαρβάρα, όπως ούτε ότι ανέκαθεν διατηρούσε στενές σχέσεις με τους Ρομά. Η περηφάνια του ήταν η λαϊκή καταγωγή του, αλλά και η ανάγκη του να κρατηθεί από τις μικροϊστορίες των ανθρώπων που ανέδειξε η βαθιά του συνείδηση ότι τους μοιάζει. «Είμαι ένας κανονικός άνθρωπος», τόνιζε πάντα στις συνεντεύξεις του, «αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω λοξή ματιά. Ανέκαθεν είχα». Κι αυτή η λοξή ματιά μάλλον ερμηνεύεται ως ένα πρωτοφανές ένστικτο απέναντι στις συγκυρίες και ένα ιδιότυπο κριτήριο που τον έκανε να μετατρέπει τις δυσκολίες σε αφορμή για νέα ξεκινήματα και τη λαϊκή του καταγωγή σε σχολή. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ο πρώτος που προσέφερε κόλλυβα ως εκλεκτό γκουρμέ επιδόρπιο στο μαγαζί του - σαν το πλέον προβοκατόρικο σχόλιο για την υψηλή κοινωνία την οποία ταΐζει, αλλά και στην οποία ζει.

Επίσης, είναι ο πρώτος που έκανε το γαμοπίλαφο αφορμή για γκουρμέ αναλύσεις, γνωρίζοντας καλά πως ο Ελληνας δεν μεγάλωσε ούτε με ταρτάρ ούτε με μπλίνις. Αλλά μάλλον ο ίδιος δεν χρειάστηκε καν να το μάθει: την ώρα που οι υπόλοιποι συνάδελφοί του ύψωναν στον φακό τις γυαλιστερές τους Montblank υπενθυμίζοντας στους θεατές ότι τα στρατόπεδα είναι χωρισμένα, ο Θεοδωράκης κράδαινε το ποταπό κόκκινο στιλό του (άντε και τον φακό του), θυμίζοντας ότι αυτό που τον χωρίζει από εκείνους είναι ακριβώς η καταγωγή. Επαναστάτης χωρίς αιτία και χωρίς συγκεκριμένο στόχο, ταξίδευε στις ανταγωνιστικές ατραπούς της τηλεόρασης με το σακίδιο στην πλάτη συλλέγοντας εμπειρίες από ανθρώπους της διπλανής πόρτας. Για εκείνον η ιστορία που είχε να σου αφηγηθεί ο καθείς ήταν ο μόνος τρόπος για να υπερπηδηθεί το σιδηρούν παραπέτασμα που χωρίζει τους διάσημους τηλεαστέρες από τους αφανείς. Η στρατηγική ήταν απλώς το να ζητά όλο και πιο υψηλές διακυβεύσεις που ταυτίζονται με τα όνειρα ενός απλού, λαϊκού παιδιού. Από μικρός, όταν του έδωσαν ένα μικρόφωνο ενώ δεν είχε ακόμη κλείσει τα 20 στο Δ’ Πρόγραμμα, ήξερε ότι αυτούς που πρέπει να κατακτήσει δεν είναι οι φορείς της εξουσίας αλλά ο μεροκαματιάρης, ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα και φωνή. «Θέλουμε τον κόσμο και τον θέλουμε τώρα», αποκάλεσε την εκπομπή του, από όπου παρήλαυναν όλοι οι άγνωστοι φορείς της εξουσίας. Και όχι μόνο. Εκτός από τη φωνή του, που την έκανε να ακούγεται παθιασμένη και αισθαντική με τονισμένο το θ -ένα μειονέκτημα που ο ίδιος μετέτρεψε στο πιο βασικό χαρακτηριστικό ενός ιδιότυπου σεξαπίλ-, αυτό που καλλιέργησε είναι το κουλ συστατικό του χαρακτήρα του (με ιδιαίτερα αποτελέσματα στις γυναίκες). Ηξερε άλλωστε ότι το ελάττωμα μπορεί να αποδειχτεί θανατερό προτέρημα αρκεί να μην το φοβηθείς.

Παρά τα όποια μαθησιακά προβλήματα μπορεί να αντιμετώπιζε στο σχολείο ακριβώς γιατί η έμφυτη περιέργεια δεν μπορούσε να καλυφθεί από τις νεκρές πληροφορίες που μετέφεραν οι σελίδες, εκείνος κατάφερνε πάντα να κοιτάζει μπροστά. Γι’ αυτό ακριβώς αντιλαμβανόταν τις δυσκολίες, τις δυσχέρειες ή το αίσθημα κατωτερότητας - αυτό το «παιδιά ενός κατώτερου θεού» που αντιμετώπιζαν οι μειονότητες. Το παν όμως γι’ αυτόν ήταν να μην εγκαταλείπεις - το διαρκές μότο κάθε εκπομπής του. Οταν έκλεισε η «Πρώτη» (απ’ όπου ξεκίνησε την καριέρα του, μαζί με τους τότε στενούς του φίλους Τέλλογλου και Παπαχελά και τους βασικότερους εκπροσώπους της τότε ερευνητικής δημοσιογραφίας), εκείνος έβαζε στοιχήματα και άλλη πλώρη. Επέλεξε αντί για κάποια άλλη μεγάλη εφημερίδα τη «Μεσημβρινή» - «γιατί είχα ευκαιρίες να γράφω περισσότερο», θα πει εκ των υστέρων. «Προοδευτικός» ο ίδιος όχι και τόσο συνειδητά αλλά για λόγους DNA, ενεργούσε πάντα για τους άλλους, δούλευε για τα δικαιώματα όλων, δημιουργούσε σημαντικά προηγούμενα και νέους κανόνες. Κάθε παραχώρηση στο δικαίωμα ενός Ρομά για το οποίο μαχόταν με μανία τότε, συμμετέχοντας μάλιστα και σε προγράμματα της εκπαίδευσής τους, άνοιγε άθελά του νέες χαραμάδες, πρωτοφανέρωτους χώρους, όπως αυτόν της τηλεόρασης στον οποίο μετακόμισε δουλεύοντας για το Κρατικό Κανάλι το 2000 - κι από εκεί στο MEGA. Οι υπεύθυνοι -της εξουσίας ή των εφημερίδων, γενικότερα οι ανώτεροί του- ανέχονταν τις ιδιορρυθμίες του ίσως γιατί ήξεραν ότι σε τελική ανάλυση δεν δούλευε για κανέναν προστάτη. Στην «Πρώτη», την εφημερίδα απ’ όπου ξεκίνησε, δέχονταν ότι η εμμονή του με τους Ρομά συνοδευόταν από μια έμφυτη πίστη σε κάθε λογής εξεγερμένο. Τόλμησε, άλλωστε, να πάει στο Κόσοβο σε ηλικία 25 ετών για να καλύψει την εξέγερση, αν και για μια ακόμη φορά αποφάσιζε να πάει κόντρα στις οδηγίες. «Εγραφα ότι δεν βλέπω κανένα καλό. Το ένα χωριό το έκαιγαν οι μουσουλμάνοι, το άλλο οι χριστιανοί, εγώ σε ποιο στρατόπεδο να έμπαινα; Αλλωστε, αν το καλοσκεφτείς, αυτό είναι ο δημοσιογράφος. Ο τρίτος άνθρωπος σε πόλεμο», θα δηλώσει ύστερα από χρόνια.

Αυτον τον «τρίτο άνθρωπο σε πόλεμο» δεν τον ξέχασε ποτέ, ξέροντας να καλύπτει τα νώτα του, αλλά και έχοντας στο μυαλό του ότι αν εξαιρέσεις την οικογένεια και τρεις-τέσσερις κολλητούς, ο κόσμος χωρίζεται ανάμεσα στους ανθρώπους της εξουσίας και στους κοινούς θνητούς. Οι δεύτεροι ήταν η επικράτεια και το κοινό του -και εδώ που τα λέμε και οι μελλοντικοί ψηφοφόροι του- και όχι οι πρώτοι. Οχι τυχαία, οι πρώτοι που έσπευσαν να επαναστατήσουν κατά της δημιουργίας του νέου του κόμματος ήταν οι αλλοτινοί συνάδελφοί του από τον «Οργανισμό». Το πρώτο χτύπημα το κατάφερε κόντρα στο ρεύμα του «Ποταμού» ο διευθυντής του «Βήματος» Αντώνης Καρακούσης, ο οποίος σε κείμενό του την επομένη της ανακοίνωσης της δημιουργίας κόμματος από τον Θεοδωράκη έγραφε χαρακτηριστικά στο «Βήμα» πως «πλανάται πλάνην οικτράν ο καλός συνάδελφος αν νομίζει ότι τα προβλήματα της χώρας είναι όπως τα παρουσιάζει στις τηλεοπτικές εκπομπές του. Στην πραγματική ζωή δεν υπάρχουν μοντάζ, ούτε επιλεγμένες όμορφες εικόνες ή ακόμη χειρότερα είναι κακές, καταλλήλως φωτισμένες, ώστε να είναι ανεκτές από το τηλεοπτικό κοινό». Για να εισπράξει την απάντηση του Σταύρου Θεοδωράκη: «Τις καταλαβαίνω αυτές τις φοβικές αντιδράσεις. Ο συντηρητισμός περνάει μετά από λίγο καιρό στις φλέβες. Ανθρωποι σοβαροί, υποτίθεται, νιώθουν σίγουροι όταν τις δημόσιες υποθέσεις τις χειρίζονται απόφοιτοι κολεγίων που δεν έχουν κάνει ούτε ένα μεροκάματο στη ζωή τους και ανησυχούν όταν δραστηριοποιούνται οι πολίτες». Γενικότερα, τα στελέχη του συγκροτήματος δεν είδαν με το καλύτερο μάτι την απόφαση του πρώην αγαπημένου τέκνου των «Νέων» και του MEGA να πολιτευτεί - κυρίως γιατί δεν είχε προειδοποιήσει κανέναν και μάλλον επειδή κανείς δεν θέλει τους καταξιωμένους δημοσιογράφους να μπαίνουν στα πολιτικά νερά - πόσο μάλλον σε ολόκληρο ποτάμι.

Επιφυλακτικός φάνηκε να είναι και ο Παντελής Καψής, ο οποίος δήλωσε ότι πρέπει να «περιμένουμε για να δούμε τι κρύβεται κάτω από το ποτάμι», αποδεικνύοντας τις έντονες επιφυλάξεις που τρέφει απέναντι στο κόμμα του Θεοδωράκη το ίδιο του το σινάφι. Η αλήθεια είναι ότι ο Θεοδωράκης δεν παίζει με τα δικά τους όπλα, καθώς δεν αποφοίτησε στα κολέγια -«εγώ είμαι απόφοιτος του Santa Barbara College», λέει πάντα γελώντας-, δεν έμαθε τα τερτίπια της ρητορικής –εξ ου και οι επίμονες σιωπές του-, δεν φρόντισε να γαλουχηθεί με γαλλικό αξάν. Πολλοί του καταμαρτυρούν ότι δεν ξέρει ξένες γλώσσες -κάτι που παραδέχεται άλλωστε κι ο ίδιος- ή ότι δεν διαθέτει το πολιτικό έρμα ώστε να χειριστεί κυρίαρχες και προβληματικές έννοιες. Και εκείνος, με τη σειρά του, τους απαντά ότι έχει το αισθητήριο ώστε να αφουγκράζεται και να κατανοεί το τι θέλει πραγματικά ο κόσμος. Οπως δηλώνει χαρακτηριστικά: «Την τσάντα θα την κουβαλάω πάντα εγώ ο ίδιος και όχι οι συνεργάτες μου». Και η αλήθεια είναι ότι το εννοεί.

 

Ο έρωτας με το ΠΑΣΟΚ (και μια τσιγγάνα)

Μεγαλωμένος άλλωστε στη δεκαετία του ’80, παρασυρμένος από την παραφορά του ΠΑΣΟΚ στο οποίο ανήκε λόγω του πατέρα του, έμαθε να μιλάει την αλλόκοτη γλώσσα της: έγχρωμο πλαστικό, πολιτικές αφίσες και ένας παρανοϊκός τόνος ειδικά προσαρμοσμένος στην Αλλαγή του Ανδρέα. Τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν στο φως του ήλιου ή μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες δεν συμφωνούσε με την προηγούμενη πολιτική πραγματικότητα - τα πάντα ή ήταν πάνω από το μέτρο ή κάπως στρεβλά. Το απολίτικο στοιχείο ήταν επίσης κυρίαρχο - μαζί και ο παραλογισμός, σε μια δεκαετία όπου τα πάντα χωρούσαν σε λέξεις που έπρεπε να καταλαβαίνει ο λαός. «Το μόνο που έκανα τότε ήταν να παρατηρώ χωρίς να συμμετέχω ο ίδιος - από τους συνομηλίκους μου στα σφαιριστήρια μέχρι τις κόντρες στους δρόμους», θα πει σχετικά με την αλλόκοτη εκείνη δεκαετία ο Θεοδωράκης. Θα ομολογήσει ότι και ο ίδιος φρόντισε να κάνει την επανάστασή του με τον δικό του τρόπο, οδηγώντας κάπως άγαρμπα και άτσαλα σε ηλικία 16 ετών μια βέσπα - αλλά πάντα στα πλαίσια του λογικού.

Προτιμούσε εξάλλου αντί να συμμετάσχει να παρατηρεί - μια ικανότητα που ανέπτυξε μαζί με την αδελφή του Μαρία, η οποία έγινε τελικά -και όχι τυχαία- επαγγελματίας φωτογράφος. Κατατοπιστικά σχόλια αντλούσε και από την άλλη του αδελφή Αλεξία, η οποία επίσης έδειχνε να αναπτύσσει μια άλλη ματιά στον περίγυρο, στις εικόνες, στις λεπτομέρειες. Γνωστή σκηνογράφος στον χώρο του θεάτρου σήμερα η Αλεξία, με σπουδές στο Παρίσι και με διακρίσεις, προς τιμήν της δεν χρησιμοποίησε το όνομα του αδελφού της στην καριέρα της - όπως ούτε και η έτερη αδελφή του. Και αυτό ίσως γιατί και ο ίδιος ο Θεοδωράκης, παρότι πάντα πολύ κοντά στο σινάφι των πολιτικών, δεν θέλησε ποτέ να δώσει δικαίωμα ότι εκμεταλλεύεται περιστάσεις για να προωθήσει τους δικούς του. Οσες φορές χρειάστηκε να επικαλεστεί το όνομά του, το έκανε για ανθρώπους που το είχαν πραγματικά ανάγκη και δεν ανήκαν στο οικογενειακό του περιβάλλον: ανθρώπους της διπλανής πόρτας, συναδέλφους και μακρινούς γνωστούς. Πολλοί απ’ όσους έχει κατά καιρούς ευεργετήσει σήμερα επικαλούνται τον δοτικό χαρακτήρα του προκειμένου να δικαιολογήσουν την ξαφνική κάθοδό του στο «ποτάμι» της πολιτικής. Υπάρχουν όμως κι αυτοί που μπορεί να μην πάρουν θέση - κάτι τέτοιο ίσως συμβεί στην περίπτωση του Δημήτρη Σκαρμούτσου, με τον οποίο διαφώνησαν όταν διέκοψε την πολύχρονη συνεργασία του με το εστιατόριο του Θεοδωράκη «Αλάτσι» πέρυσι το καλοκαίρι. Ο ίδιος ο Θεοδωράκης βέβαια, ως έμπειρος πλέον επαγγελματίας, είχε τα αντανακλαστικά να ενεργήσει γρήγορα προχωρώντας σε ριζική ανακαίνιση και καλύπτοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα το κενό. «Ετσι ήταν πάντα ο Σταύρος, μπορούσε να μετατρέπει τα μειονεκτήματα σε πλεονεκτήματα», λένε οι φίλοι του. «Και ήξερε να ακούει το ένστικτό του παρά τη λογική. Ισως γι’ αυτό να φαίνεται και παραπάνω παρορμητικός χαρακτήρας. Γιατί αποφασίζει πάντα γρήγορα - προτού καν προλάβει να σκεφτεί».
 

Αυθόρμητος και ερωτικός

Αυτό σίγουρα συνέβη στην περίπτωση του νέου του κόμματος, η ίδρυση του οποίου αποφασίστηκε κυριολεκτικά -όπως ομολογούν και οι γνωστοί του- εν μια νυκτί, αλλά και σε όλες τις υπόλοιπες κρίσιμες αποφάσεις που χρειάστηκε να πάρει στη ζωή του.

Με την κόρη του Αργυρώ

Ηταν τέλη Αυγούστου, και πάλι της κρίσιμης δεκαετίας του ’80, όταν ο νεαρός τότε δημοσιογράφος αποφάσισε να πάει στην Ιταλία για σπουδές οικονομικού ρεπορτάζ. Κάθισε λίγους μήνες και το Πάσχα επέστρεψε στην Ελλάδα για διακοπές. Μόνο που εδώ τον περίμενε ο έρωτας: για τα μάτια της τότε καλής του αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ιταλία και να παραμείνει στην Ελλάδα. Αφησε τα έπιπλα, το σπίτι, τα πάντα. Δεν τον ένοιαζε. Αντίστοιχα πάλι, παραλίγο να αφήσει τα πάντα για τα μάτια μιας Αθίγγανης την οποία ερωτεύτηκε πιτσιρικάς στην Αγία Βαρβάρα. «Αν ο πρώτος μου ανεκπλήρωτος έρωτας, που ήταν μια τσιγγάνα, είχε εκπληρωθεί, αυτή τη στιγμή θα είχα καμιά τριανταριά εγγόνια», έχει πει σε παλαιότερη συνέντευξή του στο περιοδικό «Status». Τελικά έκανε μόνο μια κόρη, την Αργυρώ, την οποία και υπεραγαπά - αν και «επαναστάτρια» σαν τον μπαμπά, η ίδια έχει αποφασίσει να χαράξει άλλους δρόμους που εκείνος δεν εγκρίνει πάντα. Μανία της κόρης είναι το θέατρο και οτιδήποτε έχει να κάνει με τις τέχνες -ακολουθώντας το παράδειγμα των θείων της- γι’ αυτό και πέρασε με ευκολία στις Πανελλήνιες από το Αρσάκειο στο Θεατρικών Σπουδών. Ο πατέρας, παρότι διαφωνεί, είναι περήφανος για την κόρη του και δεν σταματά να λέει ιστορίες για τις «επαναστατικές» της ατάκες, αλλά και για τη στρεψόδικη διάθεσή της, απόδειξη ότι το DNA είναι κάτι πέρα από καταγωγή. Εκφράζοντας κι αυτή το πρότυπο της γυναικείας θέλησης -το αρχέτυπο της Κρητικιάς σε συνδυασμό με μια φαντασίωση αμαζόνας-, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει γυναίκα που να βρίσκεται δίπλα στον Θεοδωράκη και να μη φέρει την κλισέ περιγραφή «δυναμική». Από τη σύζυγό του, που στάθηκε γενναία σε πολλές μάχες της ζωής της -ειδικά στην περίπτωση μιας σοβαρής ασθένειας- μέχρι την πρώην αρχισυντάκτριά του με την οποία ήταν για χρόνια συνεργάτες (σήμερα δουλεύει σε άλλο κανάλι), την κόρη του και τις στενές του φίλες. Γυναίκες σε φελινικό οίστρο, να δημιουργούν γύρω του έναν δημιουργικό και ασφυχτικό ιστό - από το σπίτι του μέχρι τη δουλειά του και από το δημοσιογραφικό περίγυρο μέχρι το εστιατόριό του. Πανταχού παρούσα στο «Αλάτσι» είναι -και όχι τυχαία- η μητέρα του, η πρώτη και μεγάλη αδυναμία της ζωής του. «Εχει τεράστια αδυναμία στη μητέρα του», θα πουν όσοι ξέρουν τους οιδιπόδειους δεσμούς που τον δένουν με τη μητρική λατρεία, τα Χανιά και το σπίτι που είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη εκείνη. Αεικίνητη κι αυτή, όπως ο Θεοδωράκης, δεν σταματάει να εργάζεται ούτε λεπτό, να κάνει μερεμέτια, να καθαρίζει στο εστιατόριο, να μαγειρεύει. Είναι κοινό μυστικό ότι αυτή έμαθε τα κρητικά ντολμαδάκια -γιαλαντζί- στον Δημήτρη Σκαρμούτσο, αλλά και ότι αρρώστησε βαριά όταν χρειάστηκε να μπει κυριολεκτικά μέσα στο ψυγείο του εστιατορίου για να καθαρίσει όλα όσα οι άλλοι δεν είχαν δει. Ο ίδιος φαίνεται να αγανακτεί που η αεικίνητη μητέρα του δεν το βάζει ποτέ κάτω - αλλά τη θαυμάζει για το ακατάβλητο σθένος της. «Χρωστάω πολλά στη μητέρα μου», συνηθίζει να απαντάει σε όσους τον ρωτάνε τι έμαθε πρώτα στη ζωή.
 

Το σπίτι στα Χανιά

Η μητέρα, μαζί με ό,τι αυτή εκπροσωπεί και ότι πραγματικά αξίζει: την ελευθερία της φύσης, τον αέρα της θάλασσας και τη βαρύτητα της γης. «Αν δεν ήμουν δημοσιογράφος, θα ήθελα να ήμουν κηπουρός», είχε πει σε παλαιότερη συνέντευξή του ο Σταύρος Θεοδωράκης και γνωρίζοντας τις συμπαραδηλώσεις που θα δημιουργούσε η φράση με τον Γιώργο (Παπανδρέου) είχε φροντίσει να διευκρινίσει: «Οχι ακριβώς κηπουρός, αλλά γεωργός. Θα μπορούσα να φέρω εις πέρας οτιδήποτε έχει σχέση με τη γη». Ισως γι’ αυτό δεν σταματάει να ασχολείται με το αγρόκτημα που έχουν στο σπίτι τους στα Χανιά, από αυτά που υπάρχουν παντού στην κρητική γη - χωρίς πολυτέλειες, έξτρα και φτιασίδια. Οσοι το έχουν επισκεφτεί έχουν να το λένε: «Δεν έχει καμία πολυτέλεια, να φανταστείς ότι και η τουαλέτα είναι έξω από το σπίτι», σχολιάζοντας την εμμονή του Θεοδωράκη με την απλότητα και τα βασικά αγαθά. Δεν επεδίωξε εξάλλου ποτέ πολυτέλειες - αν εξαιρέσεις το τηλεοπτικό του σακίδιο, το οποίο δεν αποχωρίζεται ποτέ, αντίστοιχο ενδυματολογικό κώδικα υιοθετεί και στην καθημερινή ζωή: ένα φούτερ, μια φόρμα και ένα παλαιστινιακό φουλάρι είναι τα βασικά αξεσουάρ της βαθιάς συνείδησης ότι τα Armani δεν είναι για όσους βαδίζουν στο πεζοδρόμιο. Το έμαθε όντας αμούστακος ακόμη, όταν είδε το σκηνικό να στήνεται στις πραγματικές γωνιές του δρόμου - τότε που έβλεπε έκπληκτος να στριμώχνουν σε τεράστιες κλούβες έξω από τα δικαστήρια σωματώδεις τραβεστί που δεν είχαν προλάβει να αποχωριστούν την έντονη τριχοφυΐα λόγω της πολυήμερης παραμονής τους στο κελί. Εξίσου τον σόκαρε και η εικόνα με τα τυλιγμένα σε σεντόνι ζευγάρια προτού ακόμη ψηφιστεί ο νόμος περί μοιχείας που απαιτούσε οι εραστές να πιάνονται επ’ αυτοφώρω.

Σταύρος Θεοδωράκης με τη σύζυγό του Νίκη

Τα φύλα, η βία, ο παράνομος έρωτας και η ανάποδη ιστορία (των ανθρώπων και του περιθωρίου της ζωής) στιγματίστηκαν στο εφηβικό ασυνείδητο και έγιναν ο πυλώνας με τον οποίο ο Σταύρος Θεοδωράκης καλούνταν να στήσει τη δική του αφήγηση περί ζωής. Ακόμη κι αν όλοι σήμερα λένε ότι η εκπομπή του παραείναι ναρκισσευόμενη ζουμάροντας με ηδυπάθεια στις δικές του προσωπικές λεπτομέρειες -στο στυλάτο δαχτυλίδι του, στο σέξι μειδίαμα, στο συγκαταβατικό βλέμμα του προσεχτικού παρατηρητή- παρά στο δράμα των συνεντευξιαζόμενων, ο ίδιος ξέρει ότι στο τέλος αυτό που θα μείνει είναι η αίσθηση ότι ο Σταύρος είναι ο παντοτινός υπέρμαχος, ο Ρομπέν των ναυαγίων της ζωής. Αυτός που θα τους χτυπήσει την πλάτη και θα τους πει ένα «πάμε», ένα παρηγορητικό «καλό ξημέρωμα», όταν τα λόγια θα είναι λίγα για να περιγράψουν όσα συμβαίνουν στ’ αλήθεια.
 

Η απελευθέρωση της κοινής λογικής

Αυτός ο κοινός τόπος του ανθρώπου της διπλανής πόρτας βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο του νέου του κόμματος που για πολλούς συνάδει με την απελευθέρωση -για κάποιους άλλους δικτατορία- της κοινής λογικής. «Ο κοινός όμως τόπος, η ευρεία συναίνεση, δεν είναι αυτό ακριβώς που εναγωνίως σήμερα αναζητούμε; Στην επαγγελματική και στην κοινωνική του ζωή ο Σταύρος Θεοδωράκης δεν πλασαρίστηκε ποτέ ως διάνοια, χαρισματική φυσιογνωμία ή “διά Θεόν σαλός”, όπως αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους πολλοί και διάφοροι, από επίδοξους εθνάρχες μέχρι τροφίμους ψυχιατρείων. Ο Σταύρος Θεοδωράκης αρκείται να παρουσιάζεται σαν η καλύτερη εκδοχή του μέσου όρου», τονίζει σχετικά ο Χρήστος Χωμενίδης σε κείμενο του στη «Lifo», άλλος ένας πρώην συνεργάτης του, που δείχνει προβληματισμένος από τη νέα προσπάθεια.

Αντίθετα, εμφανέστατα υπέρ είναι ο Πέτρος Τατσόπουλος, ίσως γιατί εκτιμά βαθύτερα και καλύτερα τις αρετές του αντάρτη ή επειδή γνωρίζει τι σημαίνει ο πόλεμος εναντίον όλων - και η υπέρβασή του. Ωστόσο, φίλοι και εχθροί επισημαίνουν ότι δεν είναι εύκολο να μπαίνει κανείς στην πολιτική κονίστρα - και ότι καμία σχέση δεν έχει με τους απλούς και ξεκάθαρους κανόνες που επικρατούν στο ρινγκ. Πίσω από τις κουίντες -στον υπόγειο κόσμο της αμιγούς πολιτικής- ο Θεοδωράκης θα δυσκολευτεί. Πολλοί από τους αλλοτινούς του γνώριμους θα προσπαθήσουν να του χαλάσουν τα σχέδια και δεν θα δουν με συμπάθεια την προσπάθειά του να ταράξει τα νερά (του «ποταμού»). Αγνωστο είναι για την ώρα τι θα κάνουν οι πρώην καλύτεροί του φίλοι από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ, και συγκεκριμένα του περιβάλλοντος του Γιώργου Παπανδρέου -Γερουλάνος, Μπιρμπίλη κ.ά.-, οι άλλοτε «σύντροφοι» της Κεντροαριστεράς ή κάποιοι πρώην οπαδοί της Ελιάς (να γιατί λένε ότι ο Θεοδωράκης ανακοίνωσε ότι θα πολιτευτεί μόλις έμαθε τη διάλυσή της!).

Στα μείον του Θεοδωράκη επίσης προσμετράται ότι δεν έχει μάθει να τα βάζει με ανθρώπους έξω από τα δικά του μέτρα, κάτι που αποδείχτηκε στην άνιση  τηλεοπτική του αναμέτρηση με τον Μιχαλολιάκο. Πολλοί τον θεωρούν ήδη χαμένο σε έναν λαβύρινθο από διαυγή τρέλα, διαφθορά και εμμονές που λέγεται ελληνική πολιτική. Αλλοι πάλι, θεωρούν ότι θα γίνει ένας νεόκοπος Μπέπε Γκρίλο, λαμπρός μετεωρίτης που αφήνει μια πύρινη γραμμή στον ουρανό και λιγοστά (πολιτικά) ίχνη. Κι όμως, ο Θεοδωράκης φαίνεται ικανός να επιμείνει ξεφυτρώνοντας από το καταφύγιό του -τα γραφεία κάποιου φίλου τα οποία χρησιμοποιεί ως ορμητήριο του κόμματός του- τα πολιτικά του όπλα. Παθιασμένος και απρόβλεπτος, κάθε άλλο παρά εκτόπλασμα δείχνει. Αντίθετα, δηλώνει έτοιμος για όλα. Η φαντασία δεν έχει ανέβει στην εξουσία, όμως η εξουσία έχει μια φαντασία κατάδική της, ίσως ελάχιστα λαμπερή, αλλά καταραμένα αποτελεσματική και πειστική, κάτι που ξέρει καλά ο Σταύρος Θεοδωράκης, αφού είναι αυτό που τον έχει βοηθήσει μέχρι σήμερα να διαβεί αποτελεσματικά πολλά ποτάμια. Γιατί, λοιπόν, όχι και το δικό του;

Ειδήσεις σήμερα

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Ακολουθήστε μας στο Google News. Σχολιάστε στην σελίδα μας στο Facebook.

Ο Πολίτης είσαι εσύ. Γίνε συνδρομητής της εβδομαδιαίας έντυπης έκδοσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ