26.5.2022 10:19

Μια ακόμη προσωπική ιστορία από τις χιλιάδες παρόμοιες των Μικρασιατών προσφύγων...

Πρωταγωνιστής στη παρακάτω προσωπική ιστορία ο αείμνηστος πλέον πρόσφυγας Γιάγκος Τρεχατζάκης –Κουτελής ο οποίος επισκέφθηκε τη Χίο το 2000 και μας δόθηκε η ευκαιρία να μας πει για τη ζωή του…

Ο Γιάγκος Τρεχατζάκης-Κουτελής, γεννήθηκε στις 15-12-1918 στη Σμύρνη και ήταν το έκτο παιδί της οικογένειάς του. Βρέθηκε λοιπόν σε ηλικία 3,5 χρονών μέσα στη δίνη της καταστροφής… Δεν ξέχασε τίποτα όμως, γιατί όλες εκείνες οι έντονες τρομερές εικόνες της φωτιάς και των καπνών, του πανικού και της αιματοχυσίας στο τέλος του Αυγούστου του 1922, χαράχτηκαν στη μνήμη του κι έμειναν ανεξίτηλες στο πέρασμα των χρόνων…. 

Μας διηγήθηκε λοιπόν τα ακόλουθα … «Ήταν χαράματα της 30 Αυγούστου 1922 (κατά το νέο ημερολόγιο 9 Σεπτέμβρη), η μάνα μου, μας ξύπνησε απότομα… Ο πατέρας μου δεν είχε προλάβει να ζωστεί τα καθημερινά του ρούχα μα ήταν στην αυλόπορτα και συνομιλούσε σιγανά μ΄ ένα Έλληνα φίλο του προφανώς. Μπαίνει μέσα φωνάζοντας … « Παιδιά, γρήγορα, μη καθυστερείτε, πρέπει αμέσως να φύγουμε, μόλις έμαθα πως οι Τσέτες μπαινοβγαίνουν στα σπίτια, σφάζουν κι αρπάζουν ό,τι βρούνε… Πρέπει να τρέξουμε στο λιμάνι… Μη ζητάτε πράγματα μόνη ανάγκη είναι να προλάβουμε…» Μέναμε τότε σ΄ ένα δίπατο σπίτι. Εμείς στο απάνω πάτωμα και κάτω στο ισόγειο, ένα αντρόγυνο που βαστούσε από τη Χίο και τους λέγαμε θείους. Ο Κωστής και η Μαριγώ Κουτελή δεν είχαν παιδιά, μα μας αγαπούσαν πιότερο από παιδιά τους. Αμέτρητα μεσημέρια τρώγαμε στο τραπέζι τους κι αμέτρητα απογεύματα ξυπνούσαμε μεσ΄ το καταμεσήμερο τον θείο Κωστή Κουτελή που όμως αρχικά αγρίευε που δεν μπορούσε να ξαπλώσει για μια ωρίτσα… Έβαζε καμιά φωνή «βρε διάολοι πάλι φωνές μεσημεριάτικα;» μα μετά άνοιγε την πόρτα και όλα γινόταν πάλι μέλι γάλα… Εκείνα τα χαράματα ξύπνησαν βίαια και ο θείος Κωστής με τη θεία Μαριγώ κι όλοι μαζί, εμείς κι αυτοί βρεθήκαμε στο άψε σβήσε στην αυλόπορτα για να φύγουμε…

Σε αυτό το σημείο η μάνα μου λέει στην θεία Μαριγώ. «Μαριγώ, έχω έξι παιδιά, πώς να τρέξουμε; Πιάσε το μικρό, το Γιαγκάκι (3,5 ετών), σήκωνέ το και ακολούθα μου….» Πράγματι με σήκωσε η θεία Μαριγώ στην αγκαλιά της ενώ έκλαιγα, μου σφύριξε κι ένα γλυκό φιλί και μου λε: «Γιαγκάκι μου σ΄αγαπώ μα δεν θα βγάλεις μιλιά απ΄ εδώ και πέρα… Εγώ θα σε έχω μαζί μου και να κι η μάνα σου τρέχει ομπρός μας.» Εκείνη την ώρα φόρτωσε κι ένα μπόγο στην πλάτη του θείου Κωστή λέγοντας «Κωστή πρόσεχε μη χαθούμε κι ακόμη σφίγγε τον μπόγο μη τυχόν σου πέσει η εικόνα της Παναγιάς που έβαλα μέσα στις αλλαξιές για να μας φυλάει όπου βρεθούμε…». Βγήκαμε λοιπόν μεσ΄ το δρόμο και τρέχαμε μεσ΄την κοσμοπλημμύρα προς το λιμάνι….Σε μια στροφή ακούστηκαν δυνατές φωνές: «Να οι Τσέτες, οι Τσέτες έρχονται τρέχοντας κατά πάνω μας με γυμνά σπαθιά, καλυφτείτε όπου μπορείτε…» Εκείνη την ώρα η θεία Μαριγώ μ΄ εμένα και στον θείο Κωστή μπούκαραν μαζί με άλλους σε μια αυλή και σφράγισαν την αυλόπορτα… Δυστυχώς η μάνα μου, ο πατέρας μου και τα πέντε μου αδέλφια έφυγαν μεσ΄ το πλήθος.. «Θέλω τη μαμά μου», φώναζα κλαίγοντας μα η θεία Μαριγώ μου λέγε συνεχώς: «Μη κλαίς θα μας περιμένουν πιο κάτω στο λιμάνι, έχουμε συνεννόηση». Τούτο βέβαια δεν έγινε ποτέ… Η συνέχεια ήταν πως η θεία Μαριγώ, μ΄εμένα και τον θείο Κωστή καταφέραμε με χίλια βάσανα, σπρωξίματα και κινδύνους να μπούμε σε μια βάρκα που ήτανε για δέκα άτομα μα θαρρώ πως μπήκανε 35-40 ανθρώποι… Φτάσαμε σ΄ ένα πλοίο Ιταλικό. Εκεί μας ανέβασαν με δυσκολία επάνω και ξεμακρύναμε απ΄τη Σμύρνη που ήτανε τυλιγμένη σε φλόγες και καπνούς και φτάσαμε στη Μυτιλήνη… Μας έβγαλαν στη στεριά και μείναμε εκεί μέσα στο πάρκο που ‘ναι ως τώρα εκεί στο λιμάνι…. Εκεί ήτανε χιλιάδες πρόσφυγες στο ύπαιθρο δίχως φαγητό, δίχως νερό, δίχως σκέπασμα, δίχως ρούχα… μας συντρέξανε καμπόσοι ντόπιοι μα τι να πρωτοκάνουν κι αυτοί… Η θεία Μαριγώ αμέσως άρχισε να ψάχνει να βρει βάρκα ή καΐκι για να πάμε στη Χίο που είχανε συγγενείς. Σε καμπόσες μέρες τα καταφέραμε. Βρέθηκε ένα καΐκι για Χίο, έδωκε κι η θεία Μαριγώ στον καπετάνιο κάποια κοσμήματα που είχε στον κόρφο της και μας φέρανε στη Χίο. Θα ‘τανε πια ως 11-12 Σεπτέμβρη κι ήρθαμε πάλι στον εδώ Δημοτικό κήπο και μείναμε. Ο Θείος Κωστής έτρεξε με τα πόδια σ΄ ένα κοντινό χωρίο, εκεί κατά τον Κάμπο να βρει τα δυο του αδέλφια για να μας βοηθήσουν. Τ΄ απόγευμα όμως γύρισε πίσω κατάκοπος, απογοητευμένος και άπραγος. Τ΄ αδέλφια του ήτανε πάμφτωχα, είχανε μόνο ένα μικρό χωράφι για γεωργικές καλλιέργειες και το πατρικό τους μεγάλο περιβολόκτημα το΄χανε πουλήσει του 1920 δίνοντας μαζί με τα μερίδιά τους και το μερίδιο του θείου Κωστή πιστεύοντας πως δεν θα ξανάρθει ποτέ πίσω από την Σμύρνη αφού εκεί ζούσε καλά κι έγινε και Ελληνική… Κατάλαβε πως καμιά σημασία δεν του δώσανε. Σαν να ήτανε ένας ξένος κι όχι πια αδελφός και το κυριότερο ένας ανήμπορος πρόσφυγας…

Εν τω μεταξύ η θεία Μαριγώ, όποτε έκλαιγα γυρεύοντας τη μανά μου, μου λέγε: «Εγώ είμαι η μάνα σου Γιαγκάκι κι ο Κωστής ο πατέρας σου…» Μου θόλωνε τα νερά και πάλευε να ξεκολλήσω από την ιδέα πως άλλη ήταν η μάνα μου κι ο πατέρας μου που χάθηκαν στην καταστροφή… Έλεγε επίμονα : « Γιαγκάκι μου, εσύ είσαι γιός μου κι έπαιζες στην αυλή όλη μέρα με τ΄ άλλα πέντε παιδάκια που μένανε απάνω απ΄ το δικό μας σπίτι εκεί στη Σμύρνη…» Άρχισα πια να το πιστεύω…Ο μπαμπάς Κωστής πήγε αμέσως εργάτης σ΄ ό, τι μεροκάματα προέκυπτε.. Η μάνα Μαριγώ, γύριζε σπίτι-σπίτι και έπλενε ρούχα σε σκάφες, καθάριζε σπίτια και ό,τι άλλο ήθελαν οι κυράδες… Μείναμε τότε σ΄ένα μικρό σπιτάκι στην Αγ. Άννα Καπέλλα… Εγώ μεγάλωνα μαζί τους έχοντας πάντα τη φροντίδα τους έτσι ώστε να μη μου λείπει σχεδόν τίποτα. Στο σχολειό με έγραψαν με το δικό τους επίθετο, Κουτελής. Άρχισα πια από καιρό να τους αποκαλώ μαμά και μπαμπά… Θυμούμαι πως διάβαζα βράδυ με το φως του καντηλιού που άναβε συνέχεια μπροστά στην Σμυρνιά Παναγιά που φέραμε μαζί μας… Η αλήθεια είναι πως πάσχιζαν κι οι δυο τους, να μου προσφέρουν τροφή και μόρφωση ώσπου τελείωσα και το Γυμνάσιο της Χίου. Κατόπιν το 1939 πήγα στρατιώτης. Μα έφτασε κι η ώρα του πολέμου… άλλες δυσκολίες τότε … Για να μη πολυλογούμε, το 1942, είχε πια πεθάνει ο πατέρας μου ο Κωστής κι εγώ αποφάσισα να φύγουμε με την μητέρα Μαριγώ για τη Μέση Ανατολή γιατί αλλιώς εδώ στη Χίο, θα πεθαίναμε της πείνας… Φεύγοντας όμως εγώ βρήκα ένα χαρτί που ‘γραφε «Γιάγκος Τρεχατζάκης γεννηθείς 15-12-1918». Το αντιλήφθηκε η μητέρα Μαριγώ, όρμησε και το ΄καμε χίλια κομμάτια.. Μα εγώ κατάλαβα πως αυτό ήταν για μένα… κρατήθηκα, δεν αντέδρασα μα την έσφιξα στην αγκαλιά μου λέγοντας: «Μάνα γιατί το ΄σχισες δεν πρόλαβα να το διαβάσω». Δεν μίλησε, μόνο έγειρε πάνω μου κλαίγοντας…. Την μεθεπομένη φύγαμε απ΄ τη Χιό, φτάσαμε με χίλια βάσανα στο Χαλέπι Συρίας (μέσω Τσεσμέ και νότιας Τουρκίας) και μετά εγώ κατατάχτηκα στο στράτευμα Μέσης Ανατολής. Εκεί ερχότανε διάφορες πληροφορίες αναζητήσεων προσώπων. Μια ημέρα είδα πως ζητείται από τους δικούς του ο Γιάγκος Τρεχατζάκης από Σμύρνη γεννηθείς 15-12-1918. Λέω, «αμάν εγώ είμαι». Πράγματι ειδοποίησα στον τομέα αναζητήσεων και βρήκα δυο από τα πέντε αδέλφια μου. Αυτοί με θυμότανε σαν μεγαλύτεροι που ήτανε και κατάφεραν και με οδήγησαν στους γονείς μου και τ΄ άλλα τρία αδέλφια μου που έμεναν όλοι ευτυχώς στην Αλεξάνδρεια. Η συγκίνηση στο κατακόρυφο. Ήταν απίστευτο και για μένα και για αυτούς, ιδιαίτερα τους αληθινούς γονείς μου… Το σπιτάκι που έμεναν, τους το παραχώρησε η ευκατάστατη αδελφή της μάνας μου που έμενε από χρόνια εκεί. Μετά 22 χρόνια πάλι μαζί. Τους είπα πως η θεία Μαριγώ είναι πια η μάνα μου που με αγώνα με μεγάλωσε μαζί με τον θείο Κωστή… Τι στιγμές! «Κλαίγαμε ασταμάτητα κι εγώ κι εκείνοι ούτε ξέρω για πόση ώρα». Έτρεξαν την έφεραν την θεία Μαριγώ, εκεί την κράτησαν, την περιποιήθηκαν και έμεινε για άλλα τρία χρόνια εκεί μαζί μας μέχρι που πέθανε … Εγώ βρήκα δουλειά σε κατασκευαστικά έργα (στο φράγμα Ασουάν) κι έμεινα εκεί, παντρεύτηκα μια Ελληνίδα και το 1963 η αγάπη για την Ελλάδα με γύρισε στη Βοιωτία… Τ΄ αδέλφια μου πήγαν τρία στην Αμερική και δυο στην Αλεξάνδρεια…Τώρα πια ζουν μόνο τρεις. Φυσικά οι γονείς μου πια πέθαναν από γεράματα μα και με τον καημό του ξεριζωμού από την Σμύρνη μας την πολυαγαπημένη….

Τώρα ήρθα στη Χιό. Έψαξα να βρω στην Καπέλλα το σπιτάκι που μέναμε μα βρήκα μόνο ένα ερείπιο στη θέση εκείνη, πνιγμένο στ΄αγριόχορτα… Πάντως ευχαριστώ νυχθημερόν τον Θεό που με γλύτωσε και μνημονεύω με ευγνωμοσύνη τους θετούς γονείς μου Κωστή και Μαριγώ μα και τους πραγματικούς γονείς μου για την προσφορά όλων τους τους σ΄εμένα… Ας είναι αιωνία η μνήμη τους… Και κάτι τελευταίο ακόμη έχω μαζί μου και προσκυνώ κάθε μέρα εκείνη τη Σμυρνιά Παναγιά εκείνη την συνοδό στο διωγμό μας… Όσο για το επίθετό μου φρόντισα να έχω από το 1944 δυο επίθετα. Δήλωνα στις Αρχές μας παντού σε Αίγυπτο και Ελλάδα «Γιάγκος Τρεχατζάκης- Κουτελής γεννηθείς εν Σμύρνη 15-12-1918»…

 

Υ.Γ.: Ακόμη επ΄ ευκαιρία, σημειώνουμε ότι αναζητήσεις προσώπων Μικρασιατών προσφύγων δημοσιεύονταν σε ειδική στήλη και των Χιώτικων εφημερίδων «ΝΕΑ ΧΙΟΣ» και «ΠΑΓΧΙΑΚΗ» των ετών 1922, 1923 και μετά, με τίτλο «ΟΙ ΖΗΤΟΥΜΕΝΟΙ»…

 

Ειδήσεις σήμερα

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Ακολουθήστε μας στο Google News. Σχολιάστε στην σελίδα μας στο Facebook.

Ο Πολίτης είσαι εσύ. Γίνε συνδρομητής της εβδομαδιαίας έντυπης έκδοσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ