Είναι διαφορετικό το δέσιμο με τον τόπο που είναι συνδεδεμένος με τις καλοκαιρινές σου διακοπές. Τον τόπο που ξέρεις ότι κάθε φορά που επρόκειτο να πας, θα σε περιμέναν ανοιχτές αγκαλιές και μεγάλα χαμόγελα, χωρίς να σου παραπονεθούν. Φτάνει που θα πήγαινες, ακόμα κι αν το μόνο που θα έκανες, ήταν να αφήσεις τα πράγματά σου και να βγεις στη γειτονιά να παίξεις, αφού πρώτα περνούσες από το καφενείο να δώσεις παρουσία κι εκεί.
Να ενημερώσεις ότι θα πας για μπάνιο με το ποδήλατο. Κι αφού με ένα τσούρμο κάνατε ό,τι βλακεία υπάρχει μέχρι να φτάσετε στην παραλία - και μόνο από τύχη ή από την καλή εύνοια των θεών του Αυγούστου κατάφερνες να φτάσεις με λίγες γρατσουνιές- κατέληγες στους βράχους που γίνονταν βραχάκια με τον καιρό, να κυνηγάς τα καβούρια και να τρως πεταλίδες και τα σύκα που βρήκες στη διαδρομή, που τα είχες βάλει να παγώσουν στη θάλασσα, αλλά τελικά τα μάζευες στα ανοιχτά.
Ρίχνοντας μια πετονιά να μαθαίνεις πώς πιάνονται τα ψάρια, γιατί είχες το θάρρος να ρωτήσεις έναν από τους πολλούς ψαράδες που υπήρχαν στο λιμανάκι και δεν σε πείραζε που θα έπρεπε για πολλοστή φορά να δώσεις ταυτότητα. Το έκανες για το χαμόγελο που εισέπραττες κάθε φορά και για την παραδοχή ότι μεγάλωσες.
Να βλέπεις τον ήλιο να κάνει την καθιερωμένη του βουτιά στη θάλασσα. Να παίρνεις το ποδήλατο για να συνεχίσεις στην πλατεία με παγωτό, σουβλάκι, κρυφτό. «Δεν κρυβόμαστε στα σπίτια μας…». Πέντε- δέκα- δεκαπέντε… αλλά να μη γίνεται να μην πας, γιατί σε έκοψαν τα σύκα… Κι έτσι κατά τύχη σε βλέπει και το σπίτι σου, χωρίς να προλάβει να σε ρωτήσει αν θέλεις κάτι. Ώσπου ερχόταν η στιγμή που απλωνόταν το χέρι εκείνο για να σε βάλει στο κρεβάτι, αφού σε έπλενε με το λάστιχο στην αυλή.
Κι αν αυτές οι στιγμές μπορεί να έχουν χαθεί στο χρόνο, υπάρχουν άλλες. Η σιδερένια καγκελόπορτα της αυλής, με τις κρυμμένες λιλικιές. Ο σκύλος που άκουγε στο όνομα, «δεν θέλω, ου». Η μυρωδιά από τους ποτισμένους βασιλικούς στον τενεκέ. Η αγωνία που αναδυόταν από το χώμα καθώς ρουφούσε το νερό για να ποτίσει τα δέντρα του. Οι κατακόκκινες και μυρωδάτες ντομάτες και οι αμπορκούνες που δεν προλάβαιναν να φτάσουν στο τραπέζι, μιας και τις τρώγαμε χωρίς καν να τις πλύνουμε. Οι πρώτες μικρές φράουλες, βουτηγμένες μέσα στη ζάχαρη. Η φουντάνα και δίπλα η αποθήκη με τη χαρακτηριστική της μυρωδιά. Οι κασέτες του Χάρι Κλιν και την αντίδραση εκείνης. Οι τυροκεφτέδες της. Η κούρασή της. Το μπάνιο μαζί του στη θάλασσα μέχρι να φτάσουμε εκείνο το μακρινό σημείο, που φαινόταν ένας βράχος φτιαγμένος σαν ανοιχτό στρείδι. Τα μελτέμια της Αγίας Μαρκέλλας και η αγωνία μιας γυναίκας για τον άντρα της που ήταν με την βάρκα έξω. Τη συγκίνησή του στο άκουσμα του τραγουδιού του Αλκίνοου, "Στην αγορά του Αλ Χαλίλι". Συγνώμη που δεν θυμάμαι το ποίημα του Αγγουλέ, που μου είχες απαγγείλει. Τους φίλους σ’ εκείνο το λυόμενο.
Δεν έφυγαν αυτές οι μνήμες. Δεν κάηκαν. Ίσως κάηκε η καρυδιά που με πήγαινε εκείνη δίπλα στο παλιό βουνίσιο ξωκλήσι.
Δεν κάηκαν οι μνήμες. Αναζωπυρώθηκαν.
Όπως εκείνη η ιστορία της φωτιάς της δεκαετίας του '80, που σου ζητούσα να μου λες. Που πέρασες με το κόκκινο αυτοκίνητό σου μέσα από τις φλόγες που είχαν τυλίξει το «Γιαννάκι», παραβλέποντας τις εντολές των αστυνομικών. "Οι φωτιές έγλειφαν το αυτοκίνητο απ' όλες τις πλευρές" έλεγες σχεδόν πάντα με τον ίδιο τρόμο.
Οι μνήμες δεν κάηκαν. Ήρθαν τόσο έντονες, που πνίγουν. Όπως έπνιξε η φωτιά τα χωριά, τα δέντρα, τα ζώα, τους ανθρώπους. Όπως πνίγει η οργή, ο θυμός, η αγανάκτηση.
Φέτος κάηκαν οι δυο περιοχές που έχω μνήμες ως παιδί.
Οι μνήμες δεν κάηκαν. Εμείς δεν καήκαμε. Θα τα ξαναφτιάξουμε σε πείσμα των καιρών. Όπως τα φτιάχνουμε όλα. Όπως το κάνουμε πάντα. Θα πιούμε τον καφέ μας στο καφενείο χωρίς την ανοιχτή τηλεόραση, όσο έχουμε ακόμα αυτό το «προνόμιο». Θα κοιταχτούμε αμίλητοι. Θα κρύψουμε το δάκρυ στις γροθιές μας. Θα μιλήσουμε. Θα ακούσουμε. Θα πάμε στους νεκρούς μας. Θα μάθουμε πως από τη στάχτη και το κάρβουνο, θα ξαναγεννηθούμε. Θα μετρήσουμε πάλι τα πευκάκια που θα γεννιούνται ένα - ένα. Θα γίνουν τα πολλά παιδιά μας.
Η Αμανή ΔΕΝ τελείωσε. Βγήκαν τα λαγωνικά να πανηγυρίσουν σαν τις κλαίουσες, αλλά στην πραγματικότητα με το γέλιο να καθρεφτίζεται στα μάτια τους και να τρίβουν τα χέρια τους από κάτω. Γιατί το πιο κοντινό πυροσβεστικό βρίσκεται τουλάχιστον μισή ώρα από την περιοχή της Αμανής, άρα για οποιαδήποτε φωτιά μπει από τη Νέα Ποταμιά και βορειότερα είναι σίγουρο ότι θα κάψει τα πάντα. Το ήξεραν και το ξέρουν όλοι τους. Τους το ξανά είπαμε αμέσως μετά τη φετινή φωτιά στις 22 Ιουνίου. Το ήξεραν και από πέρσι, με τη φωτιά στο Μετόχι που μέσα σε μισή ώρα, μέχρι να φτάσει η πυροσβεστική, οι πύρινες γλώσσες απειλούσαν τις Αψηλές. Δεν είναι θέμα άγνοιας, είναι θέμα επιλογής.
Γι' αυτό η οργή γίνεται μεγαλύτερη και πνίγει. Πνίγει γιατί ξέρεις είδη τα επιχειρήματα των δουλοπρεπών. Εκείνων που κάθε χρόνο μας σώζουν και κάθε χρόνο μας καίνε. Εκείνων που δήλωναν έτοιμοι. Εκείνων που προσκυνάνε μπροστά στα φράγκα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει την ίδια τους την καταστροφή. Γιατί έτσι τους έμαθε αυτό το σύστημα. Με σκυμμένο κεφάλι, γονατιστοί, να πνίγονται στα σάλια τους, να σέρνονται. Μ’ αυτούς δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα. Η λογική τους είναι ότι μέσα από την καταστροφή δημιουργούνται νέες ευκαιρίες.
Γι’ αυτό μας άφησαν μόνους, εναέρια, την ώρα της καταστροφής. Για να έρθει σα «μάνα εξ ουρανού» η επενδυτική τους μπότα. Για να το δεχτούμε σαν την τελευταία ελπίδα για επιβίωση.
Οι ευθύνες τους είναι εγκληματικές, επειδή γνώριζαν και επειδή δεν έκαναν τίποτα. Την Αμανή θα ήθελαν να την τελειώσουν από επιλογή. Αλλά η αλήθεια είναι ότι ΔΕΝ τελείωσε, επειδή δε θα την αφήσουμε. Όχι μόνο οι μόνιμοι κάτοικοι, αλλά όλοι οι Χιώτες.
Η οργή μας για την καθημερινή καταστροφή που ζούμε, θα γίνει σπίθα ελπίδας. Και δε θα την αφήσουμε στην τύχη της. Θα την πάρουμε στα χέρια μας, για να γίνει ελπίδα για μας με φόντο τα χώματα που πατάμε, μέχρι να πάρουν πάλι το φυσικό τους χρώμα. Μέχρι το μαύρο να μείνει μόνο για να φαντάζει το Αυγουστιάτικο φεγγάρι πιο φωτεινό.
Άρης Μιχαλάκης
Μέλος της ΤΕ Χίου του ΚΚΕ
Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο.