17.11.2016 13:36

Ελεγεία για τη γυναίκα της Αμανής

Τυραννισμένη η ζωή των ανθρώπων που κατοικούσαν στις πλαγιές της Αμανής. Λίγο το χώμα, λίγο το νερό, πολλές οι πέτρες. Ξερό το ψωμί, πικρό και αλμυρό από τον ιδρώτα που έπρεπε να χυθεί από τα κορμιά που δυσκολεύονταν να θρέψει.
Μα αν ήταν μια φορά τυραννισμένη η ζωή των ανδρών, διπλά και τριπλά ήταν των γυναικών. Εκείνες έπρεπε να στέκονται δίπλα και μερικές φορές πίσω από τους άνδρες για να βοηθούν στις δουλειές των χωραφιών κι ύστερα να φροντίζουν, να γεμίζουν τα οικογενειακά τσουκάλια, να ζυμώνουν το ψωμί, να κουβαλούν στον ποταμό τα ρούχα για να τα πλύνουν και το βράδυ, να ξαπλώνουν δίπλα στους άντρες τους, να τους ευχαριστήσουν, να γεννήσουν παιδιά και να τ’ αναστήσουν.
Πολλές φορές όμως, όλη τούτη η προσφορά δεν κρίνονταν αρκετή. Και έπαιρναν τις στράτες του μεροκάματου. Για να βοηθήσουν ακόμη περισσότερο τις οικογένειές τους. Σαν υπηρέτριες, σαν παραμάνες, ακόμη και σαν τροφοί ξένων παιδιών. Γιατί, εκτός από τις γυναίκες της φτωχολογιάς, υπήρχαν και οι κυράδες της άρχουσας αριστοκρατίας. Που δεν θυσίαζαν την αισθητική του μπούστου τους για να θηλάσουν τα μωρά τους. Ήταν προτιμότερο να νοικιάσουν τους μαστούς και το γάλα των ξένων γυναικών.
Πόσες γυναίκες χωριών της Αμανής δεν φόρεσαν άσπρες ποδιές παραμάνων και υπηρετριών στα πλουσιόσπιτα της Χώρας, της Σμύρνης, της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου; Και πόσα τρυφερά κορμάκια κοριτσιών πριν καν τελειώσουν το Δημοτικό Σχολείο δεν στάλθηκαν δουλάκια, χωρίς μισθό, μόνο για το φαΐ τους και κανένα διορθωμένο αποφόρι;
Αρνείται να φύγει από τη μνήμη μου η τύχη της Μαιρούλας, που μια στάλα παιδάκι, εννέα μόλις χρονών, κακοθρεμμένο και αδύνατο σαν φθινοπωρινό φύλλο, μπήκε υπηρέτρια σε καπετανόσπιτο της Χώρας. Και στο χωριό μας, ανάλγητα σχολίαζαν πως κάποιος την είδε να κουβαλάει ένα δίχτυ με ψώνια «πιο μεγάλο κι από το μπόι της»!
Γεμάτη ήταν η μεταπολεμική Αθήνα από «δουλάκια» που ονειρεύονταν ένα «κεραμίδι», που θα σκέπαζε το δικό τους κεφάλι και θ’ αποτελούσε κίνητρο για κάποιο παλικάρι που θ’ αποφάσιζε να τ’ «αποκαταστήσει» και να συνεχίσει τον κύκλο της ζωής τους! Πόσα όμορφα, ανυπεράσπιστα κοριτσάκια δεν έχασαν «ο,τι πολυτιμότερο» είχαν από αναιδείς «κυρίους» και κακομαθημένα αγόρια, που θεωρούσαν τα πλάσματα αυτά ως προσφερόμενα για ποικίλες χρήσεις και εκμεταλλεύσεις; Μερικές φορές και κτήμα τους. Όπως ο θρασύς εκείνος Χωραΐτης που πήρε στη δούλεψή του τη μικρή Κουρουνιωτοπούλα, τσιγκουνευόταν όμως και το φαΐ της. Και το κοριτσάκι, μαθημένο να ζει στους ανοιχτούς ορίζοντες του χωριού άρχισε να μαραζώνει. Και μόλις βρήκε ευκαιρία ειδοποίησε τον πατέρα της να πάει και να την φέρει πίσω στο χωριό. Ένας λόγος για τα χρόνια εκείνα, που η διαδρομή γινόταν με μουλάρια και διαρκούσε δώδεκα ώρες.
Αφού πήγαινε στη Χώρα λοιπόν ο Δημήτρης ο Νοτάρος, τον παρακάλεσε ο πατέρας του παιδιού να περάσει από το πλουσιόσπιτο να πάρει το κορίτσι και να το φέρει στο χωριό. Όμως «το αφεντικό» που έχανε έναν τζάμπα εργάτη αντέδρασε. Ήθελε να πάει ο ίδιος ο πατέρας της κοπελίτσας, δεν εμπιστευόταν τον άγνωστο, παρά το γεγονός ότι ήταν γνωστός του γιού του, του δικηγόρου και βεβαίωνε για την ταυτότητά του και η ενδιαφερομένη που τον έβλεπε σαν απελευθερωτή της.
Επέμενε ο χωραΐτης, επέμενε όμως και ο γέρο Νοτάρος. Μέχρι που ο πρώτος του πέταξε τη ύβρη. «Άντε απ’ εδώ βρε χωριάτη»! Στάθηκε πιο γερά στα πόδια του ο γερονοτάρος, τον κοίταξε στα μάτια και του αποκρίθηκε: «Χωριάτης είσαι εσύ με τη συμπεριφορά σου. Εγώ είμαι χωρικός. Μάθε να ξεχωρίζεις». Ύστερα πήρε τη μικρή από το χέρι και δρασκέλησαν το αφιλόξενο σπίτι. 
Δεν έλειψαν όμως και οι περιπτώσεις των σκληρών πατεράδων που καρπώθηκαν τα λίγα χρήματα πολλαπλών κόπων και πικριών των παιδιών τους. Ένα τέτοιο κοριτσάκι, παρακάλεσε τον εργοδότη του να κρατάει «τα μιστά της» και να της τα δώσει όλα μαζί, όταν θα έφευγε.
«Τι θα τα κάνεις»; τη ρώτησε.
«Θα πάω ν’ αγοράσω ρούχα και παπούτσια για μένα και τ αδέρφια μου».
«Κι ο πατέρας σου; Δε θα σου τις βρέξει που δε θα του πας λεφτά»;
«Θα μου τις βρέξει, αλλά εγώ θα τα ‘χω πάρει τα ρούχα»……
Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τα δύσκολα χρόνια που πέρασαν οι πριν απ’ εμάς άνθρωποι που κατοίκησαν τα χωριά της Αμανής, η μνήμη μου γυρίζει στο φλογισμένο από την πυρά του φούρνου πρόσωπο της μητέρας μου, τον ιδρώτα που έσταζε όταν δρομόνιζε το σιτάρι για να το πάει καθαρό ο πατέρας στο μύλο, τον κάματο που παρέλυε το σώμα της όταν γύριζε τα ζώα στο αλώνι ή ασβέστωνε το σπίτι μας, μέσα και έξω, παραμονή του πανηγυριού και τέλος τα παρακάλια της, στον αδερφό μου πρώτα, σ’ εμένα αργότερα, να φιλοτιμηθούμε να της γεμίσομε τη στάμνα με νερό από την κοινή βρύση του χωριού.
Και πέρασαν τα χρόνια και οι άνθρωποι «πήραν των ομματιών τους» να βρουν αλλού πιο γλυκό ψωμί και καλύτερη μοίρα για τα παιδιά τους. Και κλείστηκαν σε ανήλιαγα υπόγεια ή μετέτρεψαν τα πλυσταριά των πολυκατοικιών σε κατοικίες. Και έκαναν υποκλίσεις σε ανθρώπους που δεν τις άξιζαν, έντυσαν την πίκρα τους με χαμόγελα, πήραν στα χέρια σκούπες και σφουγγαρίστρες, καθάρισαν σκάλες και τουαλέτες. Πρωτοπόρες οι γυναίκες της Αμανής και στον αγώνα αυτό. Χωρίς να ξεχνούν να χαμογελούν.
Τα πολύ παλιά χρόνια, λέει ο μύθος, οι γυναίκες των χωριών της Αμανής, όταν πειρατές πάτησαν τα χωριά τους, πήραν στα χέρια ο,τι βρήκαν πιο πρόσφορο σαν όπλο και κυνήγησαν τους εισβολείς. Κι οι άντρες, σε αναγνώριση του ηρωισμού τους, έφτιαξαν ένα ειδικό σκουλαρίκι, να το φορούν και να θυμίζουν στους άντρες τους πώς δεν υπολείπονταν σε θάρρος, ηρωισμό και διάθεση προσφοράς. Τι αλήθεια δακτυλίδι θα φτιάξουμε εμείς για τις μανάδες, τις αδερφές και τις γυναίκες μας, για όσα μέχρι σήμερα μας έχουν προσφέρει;

 

Ειδήσεις σήμερα

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Ακολουθήστε μας στο Google News. Σχολιάστε στην σελίδα μας στο Facebook.

Ο Πολίτης είσαι εσύ. Γίνε συνδρομητής της εβδομαδιαίας έντυπης έκδοσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ