22.12.2023 12:02

Το Μαρτύριο του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου ιστορημένο από τον Φώτη Κόντογλου

Σχετικά αποσπάσματα από το βιβλίο του συγγραφέα: «Αϊβαλί η πατρίδα μου»

«…Δεκαεφτά μέρες τον τυραγνούσανε και τον μπομπεύανε, απ’ τις 8 του Νοέβρη ως τις 26. Κάθε μέρα μέσα στο παζάρι τρέχανε άξαφνα οι χριστιανοί κατά τη φυλακή, λέγοντας ο ένας στον άλλο: «Πάλε τον Γιώργη δέρνουνε!» Μα μ’ ούλα τα βασανιστήρια κείνος δεν άλλαζε γνώμη και δεν έβγανε πλια γρυ απ’ το στόμα του, μηδέ ρωμέικο, μηδέ τούρκικο. Ο αγάς, σαν είδε κι απόειδε πως δεν έκανε τίποτα με τις φοβέρες, και πως μόνο ρεζιλευότανε η αρχή από ’ναν ραγιά, έβγαλε απόφαση να του κόψουν το κεφάλι…». Συγκλονιστική παράγραφος που περιλαμβάνεται στο έργο του Φώτη Κόντογλου, «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου» και αφορά τον εκ του Πιτυούς Χίου νεομάρτυρα Γεώργιο, πολιούχο των Κυδωνιών (Αϊβαλί), γνωστότερο επακριβώς ως Άγιος Γεώργιος ο Χιοπολίτης.

Το μαρτύριο

Τα ξημερώματα της 26ης Νοεμβρίου του 1807 στην πλατεία του Αϊβαλιού, πάνω σε μια παραλληλεπίπεδη όρθια πέτρα πάνω στην οποία «σφάζονταν οι Γκιαούρηδες», μαρτυρά ο Άγιος Γεώργιος αφού ως νέος ασπάζεται το Ισλάμ, λαμβάνοντας το όνομα Αχμέτ.

Μετανοημένος επιστρέφει στο Χριστιανισμό, καταφεύγοντας για ασφάλεια στο Αϊβαλί. Όταν αναγνωρίζεται, καταδίδεται με αποτέλεσμα να ομολογεί στον Τούρκο καδή πως «Γιώργης γεννήθηκε και Γιώργης θα πεθάνει».

Περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου στο βιβλίο του:

«Δεκαεφτά μέρες τον τυραγνούσανε και τον μπομπεύανε, απ’ τις 8 του Νοέβρη ως τις 26. Κάθε μέρα μέσα στο παζάρι τρέχανε άξαφνα οι χριστιανοί κατά τη φυλακή, λέγοντας ο ένας στον άλλο: «Πάλε τον Γιώργη δέρνουνε!» Μα μ’ ούλα τα βασανιστήρια κείνος δεν άλλαζε γνώμη και δεν έβγανε πλια γρυ απ’ το στόμα του, μηδέ ρωμέικο, μηδέ τούρκικο. Ο αγάς, σαν είδε κι απόειδε πως δεν έκανε τίποτα με τις φοβέρες, και πως μόνο ρεζιλευότανε η αρχή από ’ναν ραγιά, έβγαλε απόφαση να του κόψουν το κεφάλι. Ουλή η πολιτεία έπεσε σε μεγάλη θλίψη. Κείνες τις μέρες δεν ακούστηκε μηδέ τραγούδι, μηδέ λαλούμενο. Οι χριστιανοί είχανε παρατημένα τα γένια τους, και πολλοί βάλανε μαύρα πουκάμισα. Ο Γιώργης μήνυσε στους δικούς του να μην τον αφήσουνε να πεθάνει αμετάλαβος. Τότες ένας παπάς καμώθηκε πως πιάστηκε τάχα σε καβγά μ’ έναν χριστιανό και τους φυλακώσανε, κ’ έτσι έσμιξε με τον Γιώργη, τον ξαγόρεψε και τον μετάλαβε. Στις 25 του μηνός ο Γιώργης δεν κοιμήθηκε ούλη τη νύχτα, μόνο προσευχότανε γονατισμένος μέσα στο κελλί του, με την μπάλα στα ποδάρια.…». Η εκτέλεση προγραμματίζεται για μετά τα μεσάνυχτα, στο παζάρι της πόλης, όπου οι άνδρες του Αγά μεταφέρουν τη μεγάλη πλάκα, τη «σαρμουσακόπετρα». Η γλαφυρή περιγραφή Κόντογλου συνεχίζεται: «Οι χριστιανοί στεκόντανε χλωμιασμένοι γύρου-τριγύρου, και στα σοκάκια χαιρετιόντανε μονάχα με το κούνημα του κεφαλιού. Κατά το σούρουπο οι στρατιώτες στήσανε τον σοφά για τον αγά και για το συμβούλιο. Σαν σκοτείνιασε, ο κόσμος αρχίνησε να κατεβαίνει στο παζάρι απ’ ούλες τις μεριές. Κείνοι που δε βαστούσ’ η καρδιά τους να δούνε τη σφαγή, παγαίνανε στις εκκλησές και κάνανε αγρυπνίες. Οι Τούρκοι φοβούντανε κανένα ρεμπελιό από μέρος των χριστιανών, και γι’ αυτό αραδιάσανε γύρω απ’ τη φυλακή καμιά πενηνταριά μπασιμποζούκηδες. Στο παζάρι φυλάγανε άλλα εκατό ζεϊμπέκια αρματωμένα ίσαμε τα δόντια και με λουμπούτια στα χέρια, για να βαστούνε μακριά τον κόσμο. Στην καζάρμα, στα Ταμπακαριά, λέγανε πως είχανε κατεβάσει απ’ την Πέργαμο ολάκερο ταμπούρι για κάθε ενδεχούμενο. Ως τις τέσσερες ώρες της νύχτας δεν είχε απομείνει άντρας σε σπίτι, εξόν οι αρρώστοι. Μιαν αναμπαμπούλα κ’ ένα πατιρντί έβγαινε απ’ το πλήθος, που ζουλιόντανε σαν γίδια, πασκίζοντας να ζυγώσουνε στο μέρος της σφαγής…».

Η στερνή ώρα

Φέρνουν το μελλοθάνατο στον τόπο του μαρτυρίου του. Όσο πλησιάζει η ώρα της εκτέλεσης οι χριστιανοί πληθαίνουν στο σημείο, ενώ όσο πλησιάζει αναφωνούν: «Τον φέρνουνε! Τον φέρνουνε!».

Η φρουρά τοποθετεί το Γεώργιο απέναντι από τον Αγά και την ακολουθία του: «… σαν έφταξε στη μέση, τον σταματήσανε μπροστά στον κριτή. Κι ο αγάς θέλησε να του πει κατιτίς, μα δεν πρόφταξε, γιατί ο Γιώργης, δίχως να στήσει αυτί στο τι θα του ’λεγε ο κόπρος, για καλό, για κακό, πήγε και γονάτισε απάνου στην πλάκα κ’ έσκυψε το κεφάλι του. Ο αγάς απόμεινε με βουλωμένο στόμα, κι ούλοι οι Τούρκοι σταθήκανε ντροπιασμένοι. Μέσα στον κόσμο σηκώθηκε ένα μούρμουρο απ’ τους χριστιανούς, που καταχαρήκανε για την αντρεία του και δοξάζανε τον Θεό. Μάλιστα ένας από τους φίλους του, που παραστέκανε κοντά στην πλάκα, δε βάσταξε και του φώναξε δυνατά: «Άφεριμ, Γιώργη!». Μα τότες κάποιος Τούρκος στρατιώτης χύθηκε και του κατέβασε μία καμουτσιά κατάμουτρα και τον πήρανε τα αίματα. Σε τούτο το μεταξύ ο μπόγιας σίμωσε τον Γιώργη όπως ήτανε γονατισμένος και τον έβαλε μέσα στα σκέλια του, κ’ ένας άλλος ζεϊμπέκης έφεγγε με το φανάρι απάνου απ’ το κεφάλι που θέλανε να κόψουνε. Κ’ εκεί που ο μπόγιας ακόνιζε με το μασάτι τη μαχαίρα του κάμποση ώρα χρατς-χρουτς ξεπίτηδες για να τον φοβερίξει, σηκώθηκε ο μουφτής που καθότανε δίπλα στον αγά και, ζυγώνοντας τον μελλοθάνατο, τον ρώτηξε αν μετάνιωνε, για να του χαριστεί η ζωή. Αλλά εκείνος κούνησε με φούρια το κεφάλι του πως όχι. Τότες ο Χασάνης ξέσκισε βλαστημώντας το πουκάμισο του Γιώργη ένα γύρω στο λαιμό του κ’ έχωσε τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά του, λες κ’ ήθελε να τον χαδέψει, και με τ’ άλλο χέρι χάραξε γλήγορα-γλήγορα το λαιμό μ’ ένα μικρό μαχαίρι. Τόσο σβέλτα κι άξαφνα το ’κανε, π’ όσοι βλέπανε ένα γύρο ξαφνιαστήκανε σαν είδανε τ’ άλικο αίμα πόσταξε απάνου στην πλάκα. Το κορμί τίναξε, μα το στόμα μουρμούριζε ακόμα: «Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα μου!» – επειδής το μαχαίρι δεν είχε κόψει το λαρύγγι. Ωστόσο, ίσαμε να παίξει το μάτι, ο Τούρκος πήρε το μεγάλο το χαντζάρι και το τράβηξε μια και δυο με μαστοριά, σαν το δοξάρι που τραβά ο βιολιτζής απάνου στις κόρδες. Ένα μουγκρητό βγήκε απ’ τη φριχτή πληγή. Το αίμα γιουργιάρισε απάνω στα στήθια του και στα βρακιά του, τέτοιος ντούναβρος, που θαμπώσανε τα μάτια. Το κορμί έγειρε μονοκόμματο, να πέσει μπρούμυτο απάνου στην πλάκα.… …Μα το μαχαίρι ήτανε στομωμένο ξεπίτηδες για να τον τυραγνήσει, και δεν έκοβε, μόνο πριγιόνιζε το λαιμό. Κ’ έβλεπες να πέφτουνε μαζί με το αίμα κομμάτια κρέατα, που πηδούσανε ακόμα απάνου στην πλάκα, και το κορμί τίναζε ανάμεσα στα χέρια και στα ποδάρια που το σφίγγανε σα να ’θελε να φύγει….» «..Έτσι μαρτύρησε για την πίστη» ολοκληρώνει ο συγγραφέας και κορυφαίος αγιογράφος μας Φώτης Κόντογλου την περιγραφή του μαρτυρίου του Αγίου Γεωργίου του Χιοπολίτου, «τελευταίος στρατιώτης του Χριστού, γιατί αυτός έκλεισε το ματωμένο βιβλίο που πρωτάνοιξε ο πρωτομάρτυρας Στέφανος.…».

Η λατρεία του Αγίου Γεωργίου σήμερα

Ο Άγιος τιμάται ως πολιούχος των Κυδωνιών έως τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Εορτάζεται από τους μικρασιάτες πρόσφυγες των Κυδωνιών στους ιερούς ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Νικολάου στην πόλη της Μυτιλήνης, αλλά και στο χωριό Νέες Κυδωνιές της Λέσβου, όπου ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος σ’ αυτόν. Στη Χίο και συγκεκριμένα στο γενέθλιο χωριό του, το Πιτυός, εγκαινιάζεται το 2001 ο φερώνυμος ιερός ναός. Ιεροί ναοί προς τιμή του υπάρχουν στο Άκτιο Πρεβέζης και στον Διόνυσο Αττικής. Ιερά λείψανα του Αγίου φυλάσσονται στην Παναγιούδα της Λέσβου και στην Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλιού στη Σαντορίνη, ενώ παλαιά εικόνα του νεομάρτυρος, φιλοτεχνημένη το 1847, φυλάσσεται στον ιερό μητροπολιτικό ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου ο Άγιος τιμάται ως προστάτης της συντεχνίας των αρτοποιών. Τη συγκεκριμένη εικόνα εικάζεται ότι έφερε στο νησί ο ίδιος ο πατέρας του Αγίου περί το 1880. Τέλος το ασημένιο περικάλυμμα της κάρας του Αγίου πουλήθηκε από τους Τούρκους σε κάποιο Γερμανό, ο οποίος το μεταπούλησε σε χριστιανό και εκείνος το δώρισε στο Μουσείο Μπενάκη, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.

Πηγές:

  1. Αφιέρωμα του εκπαιδευτικού κ. Αριστείδη Γ. Θεοδωρόπουλου στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Χίου https://imchiou.gr/.
  2. Ιστοσελίδα https://www.pontosnews.gr/.
  3. Φώτη Κόντογλου «Αϊβαλί, η πατρίδα μου» εκδόσεις ΚΙΒΩΤΟΣ.

Ειδήσεις σήμερα

Ακολουθήστε μας στο Google News. Μπείτε στην Viber ομάδα μας και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Νέα συνδρομή στον έντυπο «π» - Κάθε Παρασκευή στην πόρτα σας.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ