5.1.2024 10:00

Ο Παλαμάς και το έργο του - 80 χρόνια από το θάνατό του

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ (1859-1943)

80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Υπό Μαρίας - Ελευθερίας Γ. Γιατράκου

Δρ. Φιλ. Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Εφέτος, συμπληρώνονται 80 χρόνια από το θάνατο του Κωστή Παλαμά (27-2-1943), που σφράγισε με το ποιητικό και πεζογραφικό του έργο τη νεότερη λογοτεχνία μας, δημιουργώντας νέες προοπτικές για τα ελληνικά γράμματα[1].

Αν ο λυράρης αυτός της πατρίδας, της φύσης, της θρησκείας, ο σονετογλύπτης όπως αποκαλούσε τον εαυτό του, ο στοχαστής ποιητής, της «Ασάλευτης ζωής», ο συνθέτης της «Φλογέρας του βασιλιά», του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», του «Τάφου», της «Τρισεύγενης» και πλείστων άλλων παραμένει πάντοτε επίκαιρος, το έργο του σφράγησε με τον «Ολυμπιακό Ύμνο» του που θα παιάνησαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 2004.

Ο Κωστής Παλαμάς, ο νεότερος εθνικός μας βάρδος γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στην Πάτρα, από γονείς Μεσολογγίτες, από οικογένεια που έχει να επιδείξει πολλούς αγωνιστές, κληρικούς και διδασκάλους του Γένους, μεταξύ των οποίων και το Γρηγόριο Παλαμά. Προπάππος του ήταν ο Παναγιώτης Παλαμάς, ιδρυτής της ονομαστής Παλαμαίας Σχολής στο Μεσολόγγι, στην οποία δίδασκε[2]. Σε ηλικία 5 - 6 ετών είχε ήδη χάσει και τους δύο του γονείς και φιλοξενήθηκε από τότε στη γενέθλια πόλη του πατέρα του, το Μεσολόγγι, με την πληγωμένη ευαισθησία του που τον έκανε κλειστό και αυτοσυγκεντρωμένο, βρίσκοντας παρηγοριά στο γράψιμο στίχων και μάλιστα σε μια πρώιμη επίδοση από την ηλικία των εννέα ετών[3].

Στην ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Τα τραγούδια της πατρίδας μου» καταχωρίσθηκε ένα μικρό ποίημα που αναφέρεται στο αντίκρισμα της νεκρής μητέρας του, ενώ αυτός ήταν σε ηλικία 5 ετών, και έχει τον τίτλο «Η υστερνή ματιά της» «Όταν η δόλια μάνα μου / τον κόσμο παρατούσε, / με πήγαν κι εγονάτισα / μικρό, πουλί, μπροστά της, την τελευταία της πνοή / ο Χάρος ερροφούσε...»

Ένα άλλο θλιβερό γεγονός που βύθισε σε βαθιά θλίψη τον Παλαμά ήταν ο θάνατος του πολύκλαυστου αγαπημένου του αγοριού, του Άλκη. Όσες ημέρες βρισκόταν κοντά στο άρρωστο παιδί του στον «Ευαγγελισμό» που λέγεται ότι είχε όγκο στο κεφάλι, τόση ήταν η οδύνη του, που ο Χίος ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου, έγραφε σε επιστολές του στον Κώστα Χατζόπουλο που βρισκόταν στη Φινλανδία: «Σπεύσον, χάνομεν τον Παλαμάν».

Η βαθιά του οδύνη για το θάνατο του Άλκη υπήρξεν ίσως η αιτία που έγραψε το αριστούργημά του, «Ο Τάφος... (1898) το οποίο έχει απαγγείλλει ο ίδιος ο Παλαμάς.

Ο Παλαμάς συνέθεσε το δικό του θρήνο από τις 24 Φεβρουάριου ως τις 9 Μαρτίου 1898, «έναν σταλακτίτη με τα δάκρυα της ψυχής του τα κρυφοσταλάζοντα μέσα του... Η φιλοσοφία της λύπης εκράτησε τα δάκρυα για να τα χύση εις λάμποντας στίχους». Ήταν τόση η απήχηση από το μουσικό άλγος του θρήνου, ώστε το βιβλίο ξανατυπώθηκε άλλες τρεις φορές και μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά[4].

Ο Κωστής Παλαμάς τελείωσε το Δημοτικό και Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και το 1875 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά η δίψα του στα γράμματα και στην ποίηση δεν τον άφησαν να τελειώσει τις σπουδές του. Εγκατέλειψε τελικώς τη Θέμιδα για να υπηρετήσει τις Μούσες.

Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά και από το 1886 άρχισε να εκδίδει τους στίχους του σε βιβλία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1887 ο Παλαμάς παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, γόνο πολιτικής οικογένειας του Μεσολογγίου, που έχει επίσης να επιδείξει πολλούς αγωνιστές (Γιάννης Βάλβης κλπ)[5]. Απόκτησαν τρία παιδιά: το Λέανδρο, τη Ναυσικά και τον Άλκη.

Στις 15 Οκτωβρίου 1897 ο Παλαμάς διορίστηκε από τον τότε Υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, Γραμματεύς του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο διορισμός του υπαγορεύτηκε από διάθεση τιμητική προς ένα ποιητή που ολοένα κέρδιζε και μεγαλύτερη θέση στον ελληνικό Παρνασσό. Γι' αυτό και οι εφημερίδες του καιρού («Εστία», «Άστυ», «Ακρόπολις»), επήνεσαν ζωηρότατα την υπουργική απόφαση, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή[6].

Λέγεται ότι όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία ο τότε Πρύτανης του Πανεπιστημίου, κ. Αλ. Κρασάς του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς ότι η ελπίδα διαιμεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία[7].

Αργότερα, το 1911, η Σύγκλητος, εξαίροντας το έργο του Κωστή Παλαμά και τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αποφάσισε να ανανεώσει τη θητεία του και στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι αναφέρεται πλέον ως Γενικός Γραμματεύς. Το 1923, προάγεται ομόφωνα από τη Σύγκλητο «εις τον βαθμόν Υπουργικού Διευθυντού Πρώτης Τάξεως»[8]. Πάμπολλα είναι τα έγγραφα που συνέταξεν ο Παλαμάς κατά την τριαντάχρονη θητεία του στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ορισμένα από αυτά σώζονται στο ιστορικό Αρχείο του Ιδρύματος, σε χειρόγραφη ή δακτυλόγραφη μορφή και αποτελούν δείγμα της υπαλληλικής του ευσυνειδησίας.

To 1926 ο Παλαμάς υποβάλλει αίτηση για αποχώρηση από τη θέση του Γενικού Γραμματέα του Πανεπιστημίου, χωρίς όμως αυτή να γίνει αποδεκτή από τη Σύγκλητο. Το 1928 ο ποιητής κουρασμένος από τα χρόνια και το τιτάνιο συγγραφικό έργο του, αλλά και την κοπιώδη επιστασία της διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών επανέρχεται στο αίτημά του.

Τότε στη συνεδρίαση της Συγκλήτου της 1/3/1928, ο Πρύτανης Νικόλαος Αλιβιζάτος ανακοίνωσε την αποδοχή της παραίτησης του Κωστή Παλαμά από τη θέση του Γενικού Γραμματέως και διάβασε την επιστολή με την οποία ο ποιητής ευχαριστούσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών γιατί τον βοήθησε να ανταπεξέλθει στις βιοτικές μέριμνες και να επιδοθεί παράλληλα στο λογοτεχνικό έργο του.

«Συναισθάνομαι» έγραψε ο Παλαμάς, «την υποχρέωση να είπω τα πλέον εγκάρδια ευχαριστήριά μου προς υμάς κ. Πρύτανη και δι' υμών προς τα έγκριτα μέλη της Συγκλήτου, την ευγνωμοσύνη μου και την συγκίνησίν μου δια την επιδειχθείσαν ανέκαθεν προς εμέ, αφότου ανέλαβον υπηρεσίαν εις το Πανεπιστήμιον, συμπάθειαν και εκτίμησιν εκ μέρους των Πανεπιστημιακών Αρχών, των Καθηγητών και λοιπών συναδέλφων μου. Ιδιαιτέρως με συγκινεί η αναγνώρισις την οποίαν εις ορισμένας περιπτώσεις και προσφάτως έτι εξεδήλωσεν το Πανεπιστήμιο προς εμέ έναν εργάτην των νεοελληνικών γραμμάτων και δεν δυσκολεύομαι να ομολογήσω ότι αν κατέχω μικράν τινα θέσιν εις τα γράμματα, μέγα μέρος ταύτης οφείλω εις το Πανεπιστήμιον, όπερ παρέσχεν εις εμέ καθ’ όλον το διαρρεύσαν τούτο διάστημα χρόνον άνεσιν προς αντίστασιν εν μέσω της δυσβαστάκτου δι’ ένα απλούν ποιητήν βιοπάλης.

Με ειλικρινέστατα αισθήματα τιμής και αγάπης Κ. Παλαμάς[9]»

Η Σύγκλητος «ακούσασα ασμένως την επιστολήν ταύτην του κ. Παλαμά αποφασίζει όπως εκφρασθή αυτώ η λύπη της επί τη αποχωρήσει του εκ της υπηρεσίας του Γεν. Γραμματέως, την οποίαν μετά τόσης αφοσιώσεως, ευσυνειδησίας, ικανότητος ήσκησεν επί ολόκληρον τριακονταετίαν».

Στην επόμενη συνεδρίασή της (5/4/1928) η Σύγκλητος αποφάσισε μεταξύ άλλων, να φιλοτεχνηθεί η προσωπογραφία του Παλαμά και να αναρτηθεί στο γραφείο του Γενικού Γραμματέα[10].

Το ποιητικό έργο του Παλαμά γιγάντιο γι’ αυτό τιμήθηκε με πλήθος Αριστείων και τιμητικών διακρίσεων και ο Ρομαίν Ρολλάν δήλωσε ότι ο Παλαμάς «είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης».

Γόνιμος και πολύπλευρος ο Παλαμάς, ανησυχεί για όλα τα προβλήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Καμιά «σχολή» και καμιά τεχνοτροπία δεν θα μπορούσε να τον διεκδικήσει. Θα μπορούσε σεμνυνόμενος να πει: «Η ποίησή μου είμαι εγώ».

Ξεκίνησε με άμετρο θαυμασμό για τους Παράσχους, τους Σούτσους και τους άλλους ρομαντικούς της καθαρεύουσας, για να στραφεί στην ποίησή του, απ' τα πρώτα κιόλας βήματα, προς τη δημοτική και τα διδάγματα του Νικολάου Πολίτη, να δεχτεί αργότερα το κήρυγμα του Ψυχάρη και ν' αναπτυχθεί με πλήθος παραπόταμους σε προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, συνδυάζοντας τη λόγια φαναριωτική με τη δημοτική παράδοση κι’ αντλώντας απ' τους Αρχαίους και το Βυζάντιο, απ’ το δημοτικό τραγούδι και το Βαλαωρίτη και ταυτόχρονα απ' την ξένη λογοτεχνία και τη διανόηση, ιδίως από τη γαλλική ποίηση, απ' τον παρνασσισμό και το ρομαντισμό ως το συμβολισμό της πρώτης περιόδου. Και κατάφερε να τ' αφομοιώσει όλα και να δημιουργήσει πολύτιμο έργο, με χαρακτήρα έντονα προσωπικό και εθνικό, απ' όπου περνάει με αρραγή συνοχή και συνέχεια ολόκληρος ο ελληνισμός, ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεότερος, ενώ απ' την άλλη μεριά ακούγονται να σαλεύουν τα ρεύματα και τα μηνύματα της Ευρώπης[11].

Η ποίηση του Παλαμά είναι ένας ποταμός, που άλλοτε κατεβαίνει ορμητικός κι’ άλλοτε ήμερος και κουρασμένος, αφήνοντας να διαφανεί η λογοτεχνική και ποιητική του μεγαλογραφία. Μέσα σ' όλη του αυτήν τη στιχοπλημμύρα θαυμάζει κανείς την παρατακτική απαρίθμηση εννοιών και πραγμάτων, αισθημάτων κι’ εντυπώσεων[12].

Η επιβολή του Παλαμά και στους διεθνείς πνευματικούς κύκλους υπήρξε τέτοιας ευρύτητας, ώστε το 1934 ο Παλαμάς υπήρξε σοβαρότατος διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ.

Το Πανεπιστήμιον Αθηνών όταν αποχώρησε από την υπηρεσία, του έδωσε «χάριν τιμής» σύνταξη ίση με τον τελευταίο μισθό του. Αργότερα ενέκρινε τιμητική ισόβια σύνταξη στον ποιητή του «Δωδεκάλογου» και ο Δήμος Αθηναίων[13].

Η αγάπη είναι το συγκλονιστικό συναίσθημα, που κυριάρχησε στο έργο του Παλαμά, μια αγάπη απέραντη σαν τη θάλασσα, μια αγάπη για όλα, μα κυρίως για τη ζωή.

Στη συλλογή του «Τα μάτια της ψυχής μου» (1892) καταχωρίσθηκε το ποίημά του «Ύμνος της ζωής»[14]. «...Ζωή δεν είναι τίποτε / γλυκύτερο στον κόσμο / απ' την πεντάμορφη ζωή / την ηλιοφωτισμένη»

Το 1900 συνθέτει και δημοσιεύει ένα εκτεταμένο ποίημα σε δώδεκα μέρη με τίτλο «Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης» και το 1904 ακολουθεί η ποιητική συλλογή «Ασάλευτη ζωή».

Το 1907 τυπώνει το πιο πρωτότυπο έργο του, «Το δωδεκάλογο του Γύφτου» και το 1910 τη «Φλογέρα του βασιλιά». Και τα δύο ποιήματα επικολυρικά στα οποία κυριαρχεί η μεγάλη του αγάπη για την πατρίδα και το όραμα του μέλλοντος και του πεπρωμένου της φυλής για τη «Μεγάλη Ιδέα».

Το 1912 δημοσιεύει την ποιητική συλλογή «Καημοί της λιμνοθάλασσας», που προέρχεται από τα νεανικά βιώματά του, όταν ζούσε στην Ιερή Πολιτεία.

ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ

Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα τάζησα

κοντά στ’ ακρογιάλι,

στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

στη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Και κάθε φορά που μπροστά μου η πρωτάνθιστη

ζωούλα προβάλλει,

και βλέπω τα ονείρατα κι’ ακούω τα μιλήματα

των πρώτων μου χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι,

 

στενάζεις, καρδιά μου, το ίδιο αναστέναγμα:

Να ζούσα και πάλι

Στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

στην θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

Μια μάνα είν’ η μοίρα μου, μια μάνα είν’ η χάρη μου,

δε γνώρισα κι άλλη:

Μια θάλασσα μέσα μου σα λίμνη γλυκόστρωτη

και σαν ωκεανός ανοιχτή και μεγάλη.

 

Και να! μες τον ύπνο μου την έφερε τ όνειρο

κοντά μου και πάλι

τη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,

τη θάλασσα εκεί την πλατειά, τη μεγάλη.

 

Κι εμέ, τρισαλίμονο, μια πίκρα με πίκρανε,

μια πίκρα μεγάλη,

και δε μου τη γλύκαινες, πανώριο ξαγνάντεμα

της πρώτης λαχτάρας μου, καλό μου ακρογιάλι.

 

Ποια τάχα φουρτούνα φουρτούνιαζε μέσα μου

και ποια ανεμοζάλη,

που δεν μου την κοίμιζες και δεν την ανάπαυες,

πανώριο ξαγνάντεμα, κοντά στ’ ακρογιάλι,

 

Μια πίκρα είν’ αμίλητη, μια πίκρα είν’ ανεξήγητη,

μια πίκρα μεγάλη,

η πίκρα που είν’ άσβηστη και μες τον παράδεισο

των πρώτων μας χρόνων κοντά στ’ ακρογιάλι.

(Καημοί της Λιμνοθάλασσας)

 

Τον ίδιο χρόνο τυπώνει ιη συλλογή του «Η Πολιτεία και η μοναξιά» και την επόμενη συλλογή του «Βωμοί» δημοσιεύει το 1915 και το 1928 παρουσιάζεται με τη συλλογή του «Δειλοί και σκληροί στίχοι». Ακολουθούν πολλές άλλες συλλογές όπως «Περάσματα και χαιρετισμοί», «Οι νύκτες του Φημίου» και «ξανατονισμένη μουσική». Το τελευταίο είναι στιχουργική μετάφραση ποιημάτων Ευρωπαίων ποιητών.

Εκτός της όλης ποιητικής και φιλολογικής του εργασίας, ο Κωστής Παλαμάς άφησε δύο θεατρικά αριστουργήματα. Το δράμα «Τρισεύγενη» (1903) και τη νουβέλα «Θάνατος του παλληκαριού» το 19011.

Στο «κελλί της Ασκληπιού» (αποσπασματικά) είναι καταπληκτικά όσα μας διασώζει στην αυτοβιογραφία του για τον Κωστή Παλαμά, ο Κων/νος Τσάτσος1.

Κατά το 1922, έβαλα τη μάνα μου να δακτυλογραφήσει τα ποιήματά μου, όσα τότε φανταζόμουν παρουσιάσιμα, με τη σκέψη να τα υποβάλω στον Παλαμά. Έτσι, ένα πρωί, με τον θησαυρό μου υπό μάλης πήγα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου, στο Κεντρικό Κτίριο. Δειλά και με την ψυχή τρεμάμενη χτύπησα την πόρτα και άκουσα ένα βραχνό «εμπρός». Κάτω από τα πυκνά φρύδια με κοίταζαν ανιχνευτικά δύο βαθιά μάτια. Είπα το όνομά μου, την ιδιότητά μου και τον σκοπό της επίσκεψής μου. Ο άνθρωπος, συνηθισμένος από τέτοιες εισβολές, παρέλαβε τα χαρτιά που είχε φροντίσει να συρράψει η μάνα μου και μου είπε με μια εξαιρετική προσήνεια να περάσω μετά μία εβδομάδα να μου πει. Μετά μία εβδομάδα παρουσιάσθηκα με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο γραφείο. Ο Παλαμάς μου ζήτησε συγγνώμην διότι δεν πρόφτασε να με διαβάσει. Αλλάξαμε μερικές φιλοφρονήσεις και έφυγα. Πάλι μετά μία εβδομάδα πήγα, αλλά και πάλι με παρακάλεσε να ξαναπάω σε μία εβδομάδα. Αρκετά απογοητευμένος ξανάφυγα αλλά και αποφασισμένος να επιμείνω. Πραγματικά ξαναπήγα και τότε ο Παλαμάς με δέχθηκε αλλοιώτικα.

Μου είπε ένα σωρό καλά λόγια. Ιδίως - και αυτό είχε για μένα τότε σημασία - να εξακολουθήσω να γράφω. Μιλήσαμε εκείνη τη φορά για ξένη ποίηση, για τις προτιμήσεις μου δόθηκε στον Παλαμά η ευκαιρία να καταλάβει ότι είχα πολλά διαβάσει. Τότε με κάλεσε να πάω μια ορισμένη μέρα στο σπίτι του, Ασκληπιού 3, να κουβεντιάσουμε. Έτσι, άρχισα να είμαι τακτικός επισκέπτης του «κελλιού». Ήταν για μένα το μεγάλο σχολείο. Είναι αδύνατο να πω τώρα τι διδάχτηκα από τον Παλαμά. Αλλά είναι βέβαιο πως άντλησα πολλά από τη σοφία του, από τις εκλάμψεις του πνεύματός του. Ήμουνα συνεπαρμένος από αυτόν τον βαθυστόχαστο ποιητή με την πλατειά σκέψη, με την ικανότητα να καταλαβαίνει κάθε είδους μορφές ποιητικού λόγου και να τις κρίνει με μια υπέροχη δικαιοσύνη.

Εκείνο τον καιρό είχε φύγει ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος για το εξωτερικό και ο Παλαμάς είχε γίνει το μόνο μου καταφύγιο, το παράθυρό μου προς τον ανοιχτό ορίζοντα.

Τον Σεπτέμβριο του 1922 μου διάβασε το ποίημά του για τη μικρασιατική συμφορά. «Τους Λύκους». Διάβαζε πολύ ωραία. Κοντεύουν 60 χρόνια από τότε και ακόμη θυμάμαι τη συγκίνησή μου. Μου έκανε εντύπωση ότι ενώ δεν ήξερε παρά μόνο γαλλικά, από πολύ μέτριες μεταφράσεις - η γαλλική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώσει ξενόγλωσσα κείμενα - κατόρθωσε να καταλάβει Άγγλους, Γερμανούς και Ιταλούς ποιητές, χάρις στο διεισδυτικό του αισθητήριο.

Ώσπου να φύγω για τη Γερμανία, η επικοινωνία αυτή συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή. Αλλά και όταν μετά τρία χρόνια γύρισα, ίσως όχι τόσο τακτικά, όμως πολύ συχνά περνούσα μερικές ώρες στο «κελλί», πάντα γόνιμες αλλά και ευχάριστες, διότι ο Παλαμάς, εκτός από τόσα άλλα που μου πρόσφερε, είχε χιούμορ, που το ασκούσε συνήθως εις βάρος του. Του άρεσε το αστείο και όταν του έλεγα κάτι που άξιζε να το διασκεδάσεις, ξεκαρδιζόταν στα γέλια.

Τακτικοί επισκέπτες στο «κελλί» ήταν τα ίδια χρόνια μ' εμένα και ο Κατσίμπαλης, κάποτε ο Δ. Αντωνίου (ο Καπετάνιος όπως τον λέγαμε, διότι εκτός από ποιητής ήταν και πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού), ο Σεφέρης, ο Καραντώνης.

Τον ίδιο καιρό στην οδό Ασκληπιού ερχόταν και ο Σικελιανός.

Το 1930 του ανήγγειλα ότι σχεδιάζω να γράψω μια μελέτη για το έργο του. Το χάρηκε. Λίγο όμως αργότερα έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο από το οποίο συνήλθε, χωρίς όμως να ξαναγίνει ο παλιός Παλαμάς. Συγχρόνως με τον Παλαμά γκρεμίσθηκε και το «κελλί» του, όταν οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να το κάνουν πολυκατοικία.

Ακολούθησε η αναγκαστική μετακόμιση από την οδό Ασκληπιού στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, ένα πιο άνετο σπίτι, πιο ευρύχωρο αλλά που δεν απόχτηκε ποτέ την υποβλητικότητα και τη ζεστασιά του «κελλιού», όπου είχε ζήσει γύρω στα 50 χρόνια.

Ο Παλαμάς ταξίδεψε σ' όλον τον κόσμο με τη μελέτη και τη φαντασία του, βιώνοντας στην κυριολεξία την «Ασάλευτη ζωή», στο κελλί του, στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού 3, στο ασκητήριό του στην «Πολιτεία και μοναξιά» μέχρις ότου αναγκάσθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να μετακομίσει σ' έναν κάθετο δρόμο της Φιλελλήνων, στην Περιάνδρου 5.

Στο ιστορικό σπίτι της Ασκληπιού 3 συγκεντρώνονταν επί χρόνια οι εκπρόσωποι της φιλολογικής Αθήνας, στο ονομαστό «σαλόνι» του και τα τελευταία χρόνια του στην οδό Περιάνδρου 51.

Ο Παλαμάς, γράφει ο Κώστας Στεργιόπουλος2, ανήκει κατά μέγα μέρος στην Ιστορία. Φτάνει όμως να επιχειρήσουμε για μια στιγμή να τον αφαιρέσουμε, για να δούμε πόσο μεγάλο κενό ανοίγεται και πόσο αλλάζει μονομιάς η όψη της συνέχειας. Θα μπορούσαμε ν' αναρωτηθούμε κι’ εμείς μαζί με τον Άγρα: «Είναι λοιπόν - αδίσταχτα - μεγάλος ο Παλαμάς; Δεν ξέρω μα τρέμω να φανταστώ τί θάταν η νεοελληνική ποίηση» ας προσθέσουμε και γενικότερα τα γράμματά μας - χωρίς το ανάστημά του. «Ένα παραμύθι δίχως γίγαντα· μια χώρα δίχως βουνό. Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα».

Ο Άγγελος Σικελιανός στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1936 με θέμα: «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης», θέλοντας να τοποθετήσει την τελική εικόνα του Παλαμά μπροστά στους ακροατές του, «απλά και καθαρά» όπως λέει, τον ονομάζει, άγιο. «Ο Παλαμάς», γράφει, «εμόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος»[15].

Ο Παλαμάς όντως εμόχθησε σκληρά σμιλεύοντας στίχους και πεζά σαν τον χρυσικό στο εργαστήρι του. Δεν χάρηκε την άνετη ζωή, ούτε τη φύση. Αποτυπώνει αυτόν τον πιο τρανό καημό του σε στίχους, στη συλλογή του «Η Πολιτεία και Μοναξιά».

Ο ΠΙΟ ΤΡΑΝΟΣ ΚΑΗΜΟΣ ΜΟΥ

Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου

αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θα να είν’ εμένα

ο πιο τρανός καημός μου.

Δε θα είν’ οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,

της φτώχειας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,

μια δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,

μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη

πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβο μου σπίτι.

Ο πιο τρανός καημός μου

θα είναι πώς δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ώ πλάση,

πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,

θα είναι πώς δε χάρηκα σκυφτός μέσ’ τα βιβλία,

ώ φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!

Ο Κωστής Παλαμάς τρεις μέρες μετά την κήρυξη του πολέμου (1n Νοεμβρίου 1940) απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».

«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μέσ’ την ανεμοζάλη

το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,

αυτό το λόγο θα σας πω

δεν έχω άλλο κανένα

Μεθύστε με τ’ αθάνατο

κρασί του Εικοσιένα!»

Και τα παιδιά της Ελλάδας με τη φυσική λεβεντιά και πατριδολατρεία τους αφουγκράσθηκαν τα λόγια του ποιητή κι’ έγραψαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου κι’ έτσι ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ’ τις νίκες των Ελλήνων γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».

«Παιδιά μου ο πόλεμος, / για σας περνάει θριαμβευτής

/ των άδικων ο πόλεμος / δεν είν’ εκδικητής / είναι ο

θυμός της άνοιξης / και της δημιουργίας; / Κι’ αν

είναι, και στον / πόλεμο μέσα η ζωή θυσία, /

ο τάφος είναι πέρασμα / προς την Αθανασία/»

Ο Κωστής Παλαμάς εξαντλημένος ήδη από την πολυετή ανύψωσή του στην τέχνη, γερασμένος με άσπρα τα μαλλιά και τα γένια, άσπρα τα δασιά πυκνά φρύδια, που έπεφταν και σκέπαζαν σχεδόν τα μάτια του, δεν άντεξε στο χαμό της στοργικής συντρόφου του, που πέθανε στις 9 Φεβρουάριου 1943, και δεκαοκτώ ημέρες αργότερα προσευχόμενος και σιγοψέλνοντας ψαλμούς έφυγε κι’ αυτός για τους ουρανούς, για την αιώνια ανάπαυση.

Έφυγε ο Παλαμάς που αναφέρθηκε στην ποίησή του σ' όλες τις μεγάλες στιγμές της ορθόδοξης χριστιανικής μας πίστης και με τον πλούτο των κοσμητικών του επιθέτων προσφώνησε την

Παναγία μας με τα κατά τόπους ωραία επίθετά της, μαζεμένα απ' όλη την Ελλάδα και αραδιασμένα αρμονικά στους εξής στίχους του:

«Παντάνασσα, Ελεούσα,

Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα, Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα, Αντιφωνήτρια, Τρυχερούσα, Βαγγελίστρα, Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη» [Φ.124]1

Πέθανε στις 3.20 π.μ., ημέρα Σάββατο, της 27ns Φεβρουάριου 1943. Το θλιβερό άγγελμα διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα σ' όλη τη γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα2. Ο Παλαμάς δεν ανήκε πλέον στην οικογένειά του αλλά σ' ολόκληρο το έθνος. Μια λαοθάλασσα έψαλλε με ρίγη εθνικής συγκινήσεως τον Εθνικό μας Ύμνο. Κι’ ενώ το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο, ακούστηκε η βροντώδης και θαρραλέα φωνή του Άγγέλου Σικελιανού στον ύστατο ποιητικό - εθνικό αποχαιρετισμό που ήταν ταυτόχρονα και μια δυναμική αντιστασιακή πράξη μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων κατακτητών3.

 

«...Ηχήστε οι σάλπιγγες... / καμπάνες βροντερές /

δονήστε σύγκορμη τη χώρα / πέρα ως πέρα...

Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!

…………………………………………………..

Σημαίες της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε!»

Στην κηδεία του Παλαμά, στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, κάτω απ' το πέλμα του κατακτητού, ένας λαός, με μυριόστομες φωνές γονάτιζε, δάκρυζε και τραγουδούσε τον Εθνικό μας Ύμνο.

Το 2004 μαζί με τον Εθνικό μας Ύμνο, παιανίσθηκε και ακούστηκε πανανθρώπινα, οικουμενικά, ο Ολυμπιακός Ύμνος που έγραψε ο Κωστής Παλαμάς και μελοποίησε ο Σπύρος Σαμάρας.

 

«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο, αγνέ πατέρα

του ωραίου, του μεγάλου και του αληθινού,

κατέβα, φανερώσου κι’ άστραψε εδώ πέρα

στη δόξα της δικής σου γης και τ’ ουρανού».

 

Σίγουρα τότε μαζί με όλους εμάς θα αγάλλεται η ψυχή του, όταν αισθάνεται ότι βιώνονται οι στίχοι του,

 

«Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής

σαν αρχαίο πνεύμα αθάνατο, κάθε λαός».

 

Ο απόηχος των στίχων του λυράρη της πατρίδας, της θρησκείας, της αγάπης, της δικαιοσύνης και της ομορφιάς της ζωής, του στοχασμού και των υψηλών αναζητήσεων δεν θα πάψει να ευφραίνει τις καρδιές και να νοηματίζει τη ζωή.

 


[1] Βλ. Εφημερίδα «Το Καποδιστριακό» αρ. Φύλλου 24, 15 Απριλίου 2003, (Δεκαπενθήμερη έκδοση του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σ. 4-5.

[2] Παναγιώτης Δασκαλάκης, Ο Μεσολογγίτης εθνικός μας ποιητής, «Ορθοδοξία - Ελληνισμός», 1-6-2003,σ.14-15.

[3] Βλ. Κωστής Παλαμάς, Ανθολογία Mix. Περάνθη, ι.Β', σ. 95.

[4] Βλ. Ανθολογία Mix. Περάνθη, ό.π., σε υποσημείωση, σελ. 11.

[5] ό.π., σ. 96.

[6] ό.π.

[7] Βλ. Ανθολογία Mix. Περάνθη, ό.π., σ. 96.

[8] Βλ. Εφημερίς «Το Καποδιστριακό», ό.π., σ. 4.

[9] «Καποδιστριακόν», ό.π.

[10] ό.π., σ. 5.

[11] Βλ. Κωστής Στεργιόπουλος, Ο Παλαμάς χτες και σήμερα, Περιοδικόν «Διαβάζω», τεύχ. Αρ. 334, 27 Απριλίου 1994, σελ. 104.

[12] Βλ. ό.π., σ. 104, 105.

[13] Βλ. Mix. Περάνθη, ό.π., σ. 95-96.

[14] Βλ. Παναγιώτας I. Δασκαλάκη, ό.π.

1 Βλ. Παναγιώτα I. Δασκαλάκη, ό.π.

1 Κων/νου Τσάτσου, Στο «κελλί της Ασκληπιού», Περιοδικόν «Καθημερινής» «Επτά ημέρες», Κυριακή 30-3-2003, σ. 18-19.

1 Mιχ. Περάνθης, ό.π., σ. 96.

2 Βλ. Κώστας Στεργιόπουλος, Ο Παλαμάς χτες και σήμερα, Περιοδικόν «Διαβάζω», ό.π., σ. 108.

[15] Βλ. Ελένη Μαρμαρινού - Πολίτου, Ο Παλαμάς είναι ένας άγιος, Περιοδικόν «Επτά Ημέρες, ό.π., σελ. 9.

1 Βλ. Χ.Π. Ανδριώτης, Η γλώσσα του Παλαμά, Περιοδικόν «Νέα Εστία», Χριστούγεννα 1943, σ. 260.

2 Βλ. Mix. Περάνθης, Ποιητική Ανθολογία, ό.π., σ. 97.

3 Βλ. Παναγιώτα Δασκαλάκη, ό.π.

Ειδήσεις σήμερα

Μπείτε στην ομάδα μας στο Viber και δείτε όλες τις ειδήσεις από τη Χίο και το Βόρειο Αιγαίο. Ακολουθήστε μας στο Google News. Σχολιάστε στην σελίδα μας στο Facebook.

Ο Πολίτης είσαι εσύ. Γίνε συνδρομητής της εβδομαδιαίας έντυπης έκδοσης.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ